Buk-M1-2: Ένα ικανό αντιαεροπορικό σύστημα για την Κύπρο, που μπορεί να γίνει ικανότερο

Όπως έγινε γνωστό, χθες στην Κύπρο γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη Rafale πραγματοποίησαν, με την Εθνική Φρουρά, μια ενδιαφέρουσα εκπαιδευτική δράση. Συγκεκριμένα, τα γαλλικά μαχητικά πραγματοποίησαν εικονικές προσβολές στόχων στην Κύπρο, ενώ τα αντιαεροπορικά συστήματα της Εθνικής Φρουράς αμύνθηκαν.

Η είδηση προκάλεσε πολλά, θετικά σχόλια στην Ελλάδα, με επίκεντρο τα ρωσικά τη χρήση των αντιαεροπορικών συστημάτων Buk-M1-2 και τα Tor-M1, ιδιαίτερα του πρώτου, που είναι ένας «άσσος» για την αντιαεροπορική άμυνα της Κύπρου.

Για την ιστορία να πούμε ότι η Εθνική Φρουρά διαθέτει δύο (2) πυροβολαρχίες Buk-M1-2, συνολικά οκτώ (8) τετραπλούς εκτοξευτές. Τα Buk-M1-2 είναι αυτοκινούμενα αντιαεροπορικά συστήματα μέσου βεληνεκούς. Είναι ικανά συστήματα, αλλά μπορούν να γίνουν ικανότερα, μέσω προγράμματος αναβάθμισης. Η ανάπτυξη του ξεκίνησε το 1972 (9K37 Buk) ως αντικαταστάτης των 2K12 Kub. Ευθύς εξαρχής, απαιτήθηκε κάθε εκτοξευτής να ενσωματώνει ραντάρ ελέγχου πυρός και να μην εξαρτώνται από το ένα και μοναδικό ραντάρ της πυροβολαρχίας.

Το 1974 παρουσιάστηκε και τέθηκε σε καθεστώς δοκιμών η έκδοση 9K37-1 Buk-1. Οι δοκιμές ολοκληρώθηκαν με επιτυχία και το σύστημα εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1978, ενώ χαρακτηρίστηκε επιχειρησιακό το 1980 (η ναυτική έκδοση, 3S90 Uragan, εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1983 στα αντιτορπιλικά κλάσης «Sovremenny»). Το 1983 παρουσιάστηκε και υιοθετήθηκε η βελτιωμένη έκδοση 9K37M1 Buk-M1 με ραντάρ καλύτερων επιδόσεων για μεγαλύτερη ευστοχία και ανθεκτικότητα σε ηλεκτρονικές παρεμβολές.

Η επόμενη αναβάθμιση του Buk αποφασίστηκε το 1992, αλλά ξεκίνησε το 1994, λόγω των οικονομικών προβλημάτων της Ρωσίας, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1997 ανακοινώθηκε ότι ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανάπτυξης της έκδοσης 9K37M1-2 Buk-M1-2, που εξοπλίζει και την Εθνική Φρουρά. Σε υπηρεσία, από τη Ρωσία, το Buk-M1-2 εντάχθηκε το 1998. Το σύστημα ενσωματώνει το νέο βλήμα 9M317, αντί του παλαιότερου 9M38, αν και τα δύο (2) βλήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το Buk-M1-2 εξίσου.


Εκτός του αντιαεροπορικού ρόλου τα Buk-M1-2 διαθέτουν και αντιπυραυλικές, ενώ η κατασκευάστρια εταιρία, Almaz-Antey, ισχυρίζεται ότι έχει και βασικές ικανότητες προσβολής στόχων στο έδαφος ή στη θάλασσα. Το 2007 παρουσιάστηκε η νεότερη και βελτιωμένη έκδοση Buk-M2, με την ικανότητα βολής νέων βλημάτων και την ενσωμάτωση ενός νέου ραντάρ ελέγχου πυρός διάταξης φάσης με ικανότητα ανίχνευσης 24 στόχων ταυτόχρονα και εμπλοκής τεσσάρων (4) στόχων ταυτόχρονα. Επίσης, το νέο ραντάρ έχει καλύτερες επιδόσεις στον εντοπισμό χαμηλά ιπτάμενων στόχων. Λίγο αργότερα παρουσιάστηκε η ακόμα πιο βελτιωμένη έκδοση Buk-M2E.

Το 2007 ανακοινώθηκε ότι ο Ρωσικός Στρατός δεν θα προμηθευτεί την έκδοση Buk-M2, αλλά τη νεότερη και ικανότερη Buk-M3 με έξι (6) βλήματα ανά εκτοξευτή. Η ανάπτυξη της έκδοσης Buk-M3 καθυστέρησε αρκετά, σχεδόν 10 χρόνια, λόγω προβλημάτων χρηματοδότηση. Έτσι τα πρώτα συστήματα εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 2018. Το Buk-M3 (Viking) ενσωματώνει βελτιωμένα ηλεκτρονικά συστήματα και νέους, πιο ικανούς πυραύλους. Ουσιαστικά το Buk-M3 είναι ένα νέο αντιαεροπορικό σύστημα, καθώς οι τροποποιήσεις, σε σχέση με την έκδοση Buk-M2, είναι εκτεταμένες.


Το ενσωματώνει νέο ψηφιακό ηλεκτρονικό υπολογιστή, σύστημα ταχείας ανταλλαγής δεδομένων και τηλεθερμικό σύστημα απεικόνισης και κατάδειξης στόχων (αντί του τηλεοπτικού ανιχνευτή των προηγούμενων εκδόσεων).

Μια πυροβολαρχία Buk-M3 μπορεί πλέον να εμπλέξει ταυτόχρονα έως και 36 στόχους, ενώ το νέο βλήμα 9R31M μπορεί να αναχαιτίσει απειλές, όπως μαχητικά αεροσκάφη, επιθετικά και μεταφορικά ελικόπτερα, UAV και βλήματα, ακόμα και σε περιβάλλον έντονων ηλεκτρονικών παρεμβολών, αρκεί η μέγιστη ταχύτητα του στόχου να μην ξεπερνά τα 3.000 μέτρα το δευτερόλεπτο.

ΠΗΓΗ