Γιατί εντείνεται η αντιπαράθεση Γαλλίας-Τουρκίας


Του Κώστα Ράπτη

Οι καταγγελίες της Γαλλίας προς το ΝΑΤΟ ότι φρεγάτα του γαλλικού πολεμικού ναυτικού που περιπολεί στη θαλάσσια περιοχή της ανατολικής Μεσογείου για την επιτήρηση του διεθνούς εμπάργκο όπλων προς τη Λιβύη παρενοχλήθηκε με επιθετικό ελιγμό από πλοία του τουρκικού στόλου, κατέστη, παρά την οργισμένη διάψευση της Άγκυρας, αντικείμενο εσωτερικής έρευνας της Συμμαχίας, όπως ανακοίνωσε ο γενικός γραμματέας της, Γενς Στόλτενμπεργκ.

Πρόκειται για την ενσωμάτωση στους κόλπους του ατλαντικού συνασπισμού μιας αντιπαράθεσης η οποία με κάθε δυνατή αφορμή εντείνεται το τελευταίο διάστημα, ιδίως αφότου η τουρκική εμπλοκή στη λιβυκή κρίση ανέτρεψε τις ισορροπίες.

Το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να στρουθοκαμηλίζει μπροστά στην συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στους συμμάχους της διαμηνύει το Παρίσι – με την Γαλλίδα υπουργό Άμυνας Φλοράνς Παρλί να εκθέτει στους ομολόγους της σειρά κατηγοριών για παραβίαση του διεθνούς εμπάργκο όπλων από τουρκικής πλευράς.

Την Τετάρτη το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εξαπέλυσε φραστική επίθεση, υποστηρίζοντας ότι οι γαλλικές κατηγορίες έδειξαν τη “σκοτεινή και ανεξήγητη” πολιτική της Γαλλίας υπέρ του “πραξικοπηματία” Χάφταρ στη Λιβύη. Είχε προηγηθεί ανακοίνωση της γαλλικής κυβέρνησης για ολοένα και πιο “επιθετικό” ρόλο της Άγκυρας.

Οι εντάσεις αυτές αφορμώνται από την λιβυκή κρίση αλλά δεν εξηγούνται με αποκλειστικά αναφορά σε αυτήν.

Για την Γαλλία, οι φιλοδοξίες της Τουρκίας ως ενός παίκτη “νεόφερτου” και αποφασισμένου να ξαναγράψει τους κανόνες, αποτελούν ευθεία αμφισβήτηση κρίσιμων πτυχών της γαλλικής ισχύος.

Ως πρώην αποικιακή κυρίαρχος στο Λεβάντε και το Μαγρέμπ, αλλά και ως χώρα που είχε τρόπον τινά εγκολπωθεί τον Λίβυο ηγέτη Μουάμαρ Καντάφι, προτού πρωτοστατήσει η ίδια στην ανατροπή του, η Γαλλία δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον ρόλο που έχει αναλάβει η Τουρκία τόσο στη συριακή όσο και στη λιβυκή κρίση, συνοδεύοντάς την με τα κατάλληλα διπλωματικά ανοίγματα προς την Τυνησία και την Αλγερία.

Επιπλέον, ως μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη μεταξύ των “27”, η χώρα του Εμανουέλ Μακρόν δεν μπορεί αξιόπιστα να προβάλει την ανάγκη ενίσχυσης του γεωπολιτικού ρόλου της Ε.Ε. και της κοινής αμυντικής πολιτικής, ανεχόμενη την ίδια ώρα την ανάδυση ενός ανταγωνιστή όπως ο Ερντογάν και την απομείωση της δικής της επιρροής.

Πόσω μάλλον, όταν αυτό συμβαίνει στην Μεσόγειο – διότι η μεσογειακή διάσταση της γαλλικής πολιτικής είναι κρίσιμη και για τις ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες. Το γεγονός ότι η Άγκελα Μέρκελ ακύρωσε στο παρελθόν τα σχέδια του Νικολά Σαρκοζί για τη συγκρότηση Μεσογειακής Ένωσης ερήμην της Γερμανίας και σήμερα αναλαμβάνει διπλωματικές πρωτοβουλίες για τη λιβυκή κρίση, διατηρώντας πάντα ένα επίπεδο συνεννόησης με την Τουρκία, λέει πολλά.

Όμως ένας πρόσθετος παράγοντας ο οποίος εξηγεί τις γαλλο-τουρκικές τριβές έχει να κάνει με τον υψηλό βαθμό διαπλοκής των ισραηλινών και εμιρατιανών συμφερόντων με την γαλλική πολιτική τάξη και ανώτατη διοίκηση. Ιδίως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ως ναυτική δύναμη και χώρα με μεγαλύτερη πολιτική ευελιξία απ” ό,τι λ.χ. η Σαουδική Αραβία, έχουν αναδειχθεί σε άτυπο ηγέτη του μπλοκ των αραβικών μοναρχιών και της Αιγύπτου, το οποίο κονταροχτυπιέται με τον Ερντογάν με κάθε δυνατή αφορμή σε όλη την ευρύτερη περιοχή.

Χαρακτηριστικές είναι οι κατηγορίες του φιλοκυβερνητικού Τύπου της Τουρκίας ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα χρηματοδότησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 κατά του Ερντογάν και από την άλλη η αναστάτωση του μπλοκ των αραβικών μοναρχιών μπροστά στην στήριξη που προσφέρουν η Τουρκία και το Κατάρ στην Μουσουλμανική Αδελφότητα οπουδήποτε στην περιοχή.

Το ότι γαλλικές δυνάμεις συμπολέμησαν με τις εμιρατιανές στον αποκλεισμό του λιμένα της Χοντέιντα στην Υεμένη δεν είναι τυχαίο. Ούτε το ότι οι σχέσεις των δύο κρατών επιστεγάζονται συμβολικά και στον πολιτιστικό τομέα, με την ίδρυση “νέου Λούβρου” στο Αμπου Ντάμπι.