Ελληνο-τουρκικός διάλογος: Πραγματικότητα και Ψευδαισθήσεις


Του Σπύρου Ν. Λίτσα

O Adam Watson πραγματεύεται στο "Diplomacy: The Dialogue Between States” ότι η δυτική κουλτούρα της διπλωματίας προάγει την αρχή του διαλόγου μεταξύ μερών που βρίσκονται σε ένταση. Ο υποφαινόμενος, στο "Ιλιάδα και Διεθνής Πολιτική: Μια Θεωρητική Προσέγγιση” αναπτύσσει τη θεωρία της αντιθετικής προσέγγισης που προσφέρει την πολυτέλεια στη διπλωματία να συνομιλεί ακόμη και όταν δύο κράτη βρίσκονται σε τροχιά υψηλών τριβών. Εν τω μέσω αύξησης της "θερμοκρασίας" στο Αιγαίο, μετά την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας για την τμηματική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο κρατών, είναι ώρα να πάμε ένα βήμα πέρα των υφιστάμενων δεδομένων στην επιστημονική ανάλυση.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σε συστημικό επίπεδο, απογυμνωμένες από τον πολιτικό βολονταρισμό των συμμετεχόντων και ιδωμένες μέσα από τη Mearsheimerιανή προσέγγιση της αφ’ υψηλού παρατήρησης δεν εμπίπτουν στη δομή του "μηδενικού παιγνίου". Κανένα από τα δύο κράτη δεν έχουν τη δυνατότητα να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο σε κεντρικό επίπεδο οπότε μαξιμαλιστικές στοχεύσεις τύπου "Mavi Vatan" με στόχο συνολική επικράτηση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δεν αποτελεί ουσιαστικό διακύβευμα. Από την άλλη, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχει κι άλλους σημαντικούς δρώντες, όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί περιοχή υψηλής γεωστρατηγικής αξίας για τις ΗΠΑ, κλειδί για τη Ρωσική ασφάλεια και πεδίο οικονομικής και πολιτισμικής διείσδυσης στο δυτικό υπογάστριο για την Κίνα. Με άλλα λόγια, το παίγνιο είναι πολυπαραγοντικό και σε καμία των περιπτώσεων δεν εξελίσσεται ως διπολική ελληνοτουρκική αναμέτρηση.

Η δομή της περιφέρειας συνηγορεί υπέρ του διαλόγου μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας -σίγουρα όχι επί παντός επιστητού όπως εκ του πονηρού επιθυμεί η Άγκυρα- αλλά με αφετηριακή βάση μια ορθολογική συστημική συνηγορία. Από αυτό το σημείο όμως ξεκινούν τα ουσιαστικά θέματα, γιατί πλέον φεύγουμε από την ευρεία εικόνα του τρίτου επιπέδου του Kenneth Waltz και εισερχόμαστε στο δεύτερο επίπεδο που διαμορφώνεται από τις εκατέρωθεν βουλήσεις και ανάγκες -ρεαλιστικές ή μαξιμαλιστικά υπερφίαλες- των κρατών.

Θέλει η Τουρκία πραγματικά τον διάλογο; Η απάντηση είναι πως όχι. Κι αυτό γιατί ένα κράτος που έχει συχνά στο παρελθόν αποδείξει την περιφρόνησή του, erga omnes, σε κάθε μορφή διεθνούς δικαιοταξίας, δεν ανακάλυψε ξαφνικά την αξία της συνεννόησης στο δεύτερο μισό του 2020. Ποιος ο στόχος της Τουρκίας να πιέζει τους τελευταίους μήνες με ξεκάθαρες κινήσεις απειλής χρήσης βίας ώστε να ωθήσει την Αθήνα να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου; Ο στόχος είναι πολυπαραγοντικός. Από τη μια να πιέζει διαρκώς την ελληνική οικονομία γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα ως δύναμη status quo έχει τεράστια αποθέματα υπομονής απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα. Από την άλλη, προβάλλοντας τη ρητορεία της συνολικής διαπραγμάτευσης η Άγκυρα στοχεύει στην ενίσχυση του αφηγήματός της για εσωτερική και εξωτερική χρήση ότι η ίδια είναι υπέρ της διπλωματικής διευθέτησης ενώ η Αθήνα όχι, αποσιωπώντας ασφαλώς το γεγονός ότι η διευθέτηση αποτελεί επαναπροσέγγιση των ήδη διευθετημένων από διεθνείς συνθήκες και διακρατικές συμφωνίες.

Η Άγκυρα έχει ανάγκη να λειάνει τις γωνίες στο διεθνές προφίλ της. Το καλογυρισμένο τηλεοπτικό spot περί της πολιτισμικής και θρησκευτικής πολυποικιλότητας και ανεκτικότητας που επικρατεί στην Τουρκία, που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τη επαναφορά της Αγίας Σοφίας σε status μουσουλμανικού χώρου λατρείας, αναδεικνύει τον συγκεκριμένο στόχο. Η Τουρκία χρειάζεται επειγόντως το φωτογραφικό στιγμιότυπο από το τραπέζι των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδο κορυφής, ούτως ώστε να ανοίξουν ξανά οι πόρτες για τους Τούρκους αξιωματούχους στις πρωτεύουσες που πραγματικά έχουν αξία για την Άγκυρα, π.χ. Ουάσιγκτον, Βερολίνο, Παρίσι κ.λπ. Καλός συνάδελφος στις ΗΠΑ που γνωρίζει άριστα τα συμβάντα στην αμερικανική πρωτεύουσα, πριν από κάποιες εβδομάδες μου έλεγε ότι είναι πιο εύκολο να κλείσεις ραντεβού με τη Κιμ Καρντάσιαν παρά εταιρείες lobbying τουρκικών συμφερόντων να εξασφαλίσουν συνάντηση με Αμερικανούς αξιωματούχους με δικαίωμα υπογραφής!

Συμφέρει την Ελλάδα να οδηγηθεί στο τραπέζι του διαλόγου τώρα με την Τουρκία, αφού πρώτα αποκλιμακωθεί η κρίση με το Oruc Reis; Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη. Όποτε έχουμε κάτσει στο τραπέζι του διαλόγου στο παρελθόν με την Τουρκία σε χρονική στιγμή που δεν ήταν ευνοϊκή για εμάς, το αποτέλεσμα ήταν μη ευνοϊκό για τα ελληνικά συμφέροντα (τριμερής του Λονδίνου το 1955, Νταβός το 1988, Μαδρίτη 1997, Ελσίνκι 1999). Αντιθέτως, όσες φορές χαράξαμε δυναμική στρατηγική με έντονο το στοιχείο της αταλάντευτης βούλησης αλλά και της δημιουργικής εκμετάλλευσης των συμμαχικών συσχετισμών το αποτέλεσμα ήταν θετικό (1912-1920, η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. κ.ά.). Από την άλλη, ο διάλογος για μια χώρα όπως η Ελλάδα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής της κουλτούρας. Ολική άρνηση από μέρους μας θα δώσει την ευκαιρία στην Τουρκία να στοχοποιήσει τη χώρα μας σε επίπεδο προπαγάνδας. Η Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων όμως και δη η Ρεαλιστική Σχολή σκέψης προκρίνει την ακόλουθη βασική αρχή για να μπορεί ο διάλογος να είναι επιτυχημένος. Συζητούν δύο σχετικώς ισότιμα κράτη από άποψη ισχύος. Ένας ετεροβαρής διάλογος καταλήγει πάντα στη Θουκυδίδεια θέση ότι ο ισχυρός επιβάλλει τη θέλησή του και ο αδύναμος υποχωρεί.

Μπορούμε να πάμε σε διάλογο αλλά όχι κορυφής και όχι με ανοικτή ατζέντα. Η Ελλάδα δεν διεκδικεί κάτι αλλά ούτε και είναι διατεθειμένη να θέσει τα υφιστάμενα δεδομένα υπό αίρεση. Ανάλογα με την έκβαση των συζητήσεων και λαμβάνοντας υπ’ όψη τη συμπεριφορά της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο θα μπορούμε να "ανεβαίνουμε επίπεδο" στις συνομιλίες. Παράλληλα, όμως, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητό στο Μέγαρο Μαξίμου, πρέπει να παρθούν μέτρα για την ενδυνάμωση της χώρας σε επίπεδο Σκληρής Ισχύος και Οξείας Ισχύος. Είναι η ώρα να σκεφτούμε και να σχεδιάσουμε εκτός δεδομένων, να αιφνιδιάσουμε ακόμη και τους εαυτούς μας με το πόσο δημιουργικοί και τολμηροί μπορούμε να γίνουμε. Μόνο τότε μπορούμε να συζητήσουμε ουσιαστικά με την Άγκυρα. Όταν οι εξωτερικοί παρατηρητές δεν θα είναι σίγουροι ποια είναι η "Μήλος" και ποια η "Αθήνα" στο τραπέζι των συνομιλιών.

* Ο Σπύρος Ν. Λίτσας είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο US Foreign Policy in the Eastern Mediterranean: Power Politics and Ideology Under the Sun κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Springer.