Ιωαννίτες Ιππότες και Οθωμανοί στα νησιά του ΝΑ Αιγαίου



Η περίοδος του Μεσαίωνα και των απαρχών της νεώτερης περιόδου σηματοδοτείται, για τα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου από δύο μακροχρόνιες κατοχές που καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό τον οικονομικό και πολιτισμικό χαρακτήρα της ζωής τους: την περίοδο της κατάληψης τους από το Τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου και την περίοδο της κατάληψης τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η τελευταία, που έληξε στις αρχές του 20ου αι., διήρκεσε τετρακόσια σχεδόν χρόνια (1522-1912), διπλάσιο, δηλαδή διάστημα απ’ ό,τι εκείνη της Ιπποτοκρατίας (1309-1522).

Η διαφορετική προέλευση των δύο αυτών εχθρικών μεταξύ τους δυνά­μεων, η λυσσαλέα σύγκρουση τους στα τείχη της Ρόδου και στα νερά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου, οι διαφορετικοί κόσμοι που εκπροσωπούσαν υπο­βάλλουν σχεδόν αυτόματα τη σκέψη πως τις δύο μακρές περιόδους παρουσίας τους στην περιοχή χαρακτηρίζουν ολότελα διαφορετικές μορφές διοίκησης και πλαίσιο ζωής των κατοίκων της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημαντικές πλευ­ρές της ζωής των νησιοον γνώρισαν διαφορετική αντιμετώπιση από την κάθε μια από αυτές τις τόσο διαφορετικής προέλευσης και στόχων δυνάμεις. Πα­ρόμοιες, ωστόσο, ανάγκες, οδήγησαν συχνά σε παρόμοιες αντιμετωπίσεις των προκυπτόντων ζητημάτων δημιουργώντας μια συνέχεια στη ζωή της περιο­χής, παρ όλη την αλλαγή του κυριάρχου. Αυτές ακριβώς οι ομοιότητες και οι διαφορές θα γίνει προσπάθεια να εντοπισθούν και ερμηνευθούν στις σελίδες που ακολουθούν.

Η επίκαιρη γεωγραφική θέση της Ρόδου στο κέντρο των πιο σημαντικών θαλασσινών δρόμων της Ανατολικής Μεσογείου κατέστησε το εύφορο αυτό νησί απαραίτητο σταθμό κάθε ιστιοφόρου που κινούνταν ανάμεσα στα μεγάλα λιμάνια της σημαντικής θαλάσσιας αυτής λεκάνης. Ως «πόρτα της Μεσογείου»1 η Ρόδος άνοιγε το δρόμο όχι μόνο προς τα μεγάλα εμπορικά λιμάνια της Συρίας, της Αιγύπτου και του Β. Αιγαίου, αλλά και προς τις ακτές της Πα­λαιστίνης που επέτρεπαν την προσπέλαση στα ιερά εδάφη των τριών μεγά­λων μονοθεϊστικών θρησκειών της περιοχής: του Εβραϊσμού, του Χριστιανι­σμού και του Μωαμεθανισμού. 

Ως κομβικό σημείο ελέγχου στην Α.Μεσόγειο ήταν φυσικό η Ρόδος να αποτελέσει σημαντικό στόχο κατάκτησης των δυνά­μεων εκείνων που επιθυμούσαν να διατηρήσουν ή να επεκτείνουν τη ζώνη επιρ­ροής τους2 στην αντίπερα όχθη του θαλάσσιου χώρου που χωρίζει και ενώ­νει τις δύο ηπείρους: των Βυζαντινών και των Σταυροφόρων μέχρι τον 14ο αι. και των Τούρκων από το 14ο αι. ώς τη νεώτερη εποχή. Και ήταν ακόμα πιο αναγκαίος ο έλεγχος της νησιωτικής αυτής περιοχής για τις δύο τελευταίες αυτές δυνάμεις εφόσον αυτές διατείνονταν και επιθυμούσαν να γίνουν πιστευ­τές πως όλες τους οι πολεμικές προσπάθειες κατέτειναν σ’ έναν και μόνον στόχο: στην εξάπλωση και μεγαλοσύνη της θρησκείας τους που δεν μπορούσε να καταδειχθεί παρά με τον έλεγχο των Αγίων για κάθε μια απ’ αυτές τις θρησκείες τόπων3, των χριστιανικών στην περιοχή της Ιερουσαλήμ και των μουσουλμανικών στην αραβική χερσόνησο και την Ιερουσαλήμ. Η Ρόδος — πάνω «στο δρόμο των προσκυνητών, των μπαχαρικών, του μεταξιού, του ξύλου, του ρυζιού, του σιταριού και της ζάχαρης», όπως χαρακτηρίζεται από τον Braudel4— βρέθηκε αναπόφευκτα στη δίνη του Ιερού πολέμου.

Σ’ αυτό το κοινό κλίμα του Ιερού Πολέμου, θερμού ή ψυχρού5, έζησαν οι νησιώτες του Νοτιοανατολικού Αιγαίου τόσο υπό τους Ιππότες όσο και υπό τους Οθωμανούς κατά τους δύο, τουλάχιστον, πρώτους αιώνες της κυ­ριαρχίας τους. Οι επιχειρήσεις των Ιωαννιτών κατά των Τούρκων και των Μογγόλων στη Σμύρνη, κατά των Μαμελούκων στην Αίγυπτο, κατά των Οθωμανών στην ελληνική χερσόνησο6, οι θαλάσσιες συγκρούσεις τους με τους Τούρκους «άπιστους»7 γείτονες τους και οι προσπάθειες τους να αποτελούν αυτοί τη δύναμη προστασίας των Ευρωπαίων χριστιανών προσκυνητών στους Αγίους Τόπους8 ανταποκρίνονταν απόλυτα στις επιταγές του πάτρωνα και χρηματοδότη τους αρχηγού της καθολικής εκκλησίας, του Πάπα της Ρώμης9. Οι επιχειρήσεις των Οθωμανών, αντίστοιχα, κατά των Σταυροφόρων και των Βενετών στο Αιγαίο από το 15ο έως και το 17ο αι. εντάσσονται κι αυτές όχι μόνο στην προσπάθεια μιας αυτοκρατορίας να συμπληρώσει τις κατακτήσεις της στην τόσο κεντρική γι’ αυτήν περιοχή, αλλά και στη διάθεση μιας δύνα­μης, που, πρώτα απ’ όλα, αυτοπροσδιορίζεται ως μουσουλμανική, να πείθει για τη θεία θελήσει ακμαία δύναμη της και για την ασίγαστη προσπάθεια της να εξαπλώσει τον κόσμο του Ισλάμ εις βάρος εκείνου των απίστων10.

Ο ιερός χαρακτήρας του αγώνα αυτού αντανακλάται και για τις δύο πλευρές στις συνθήκες ζωής και δράσης των πιο επίλεκτων τμημάτων του πεζικού τους που παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη ομοιότητα: τόσο το σώμα των Ιπποτών του....Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου στην πηγή του πατώντας ΕΔΩ