Το τίμημα της μεγαλομανίας Ερντογάν



Η επέμβαση του Ερντογάν στη Συρία τον είχε φέρει σε μετωπική σύγκρουση όχι μόνο με τη Χεζμπολάχ, αλλά και με μεγάλο μέρος της λιβανέζικης κοινωνίας, καθώς πλημμύρισε τη χώρα με Σύρους πρόσφυγες (στη φωτ. ο Τούρκος πρόεδρος ενημερώνεται από αξιωματικούς του τουρκικού στρατού για τις εξελίξεις στα σύνορα με τη Συρία, το 2018). (Φωτ. A.P.)

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Τον Νοέμβριο του 2010, ο Ταγίπ Ερντογάν γνώρισε αποθεωτική υποδοχή στη Βηρυτό από πολλούς Λιβανέζους οι οποίοι, εκείνη την εποχή, τον έβλεπαν σαν αδελφό και προστάτη. Καθώς οι πληγές από τον πόλεμο του Ισραήλ στη χώρα των κέδρων, το 2006, ήταν ακόμη ανοιχτές και η ρήξη της Τουρκίας με το εβραϊκό κράτος στο αιματηρό επεισόδιο του «Μαβί Μαρμαρά» εντελώς πρόσφατη (Οκτώβριος του 2010), ο Τούρκος πρόεδρος απολάμβανε την εκτίμηση όχι μόνο της σουνιτικής κοινότητας, αλλά και της σιιτικής Χεζμπολάχ. Αποτέλεσμα ήταν οι φιλόδοξες συμφωνίες «στρατηγικής συνεργασίας» που συνομολόγησε ο Ερντογάν με τον σουνίτη, φιλοδυτικό πρωθυπουργό Σαάντ Χαρίρι.

Μία δεκαετία αργότερα, η εικόνα διαγράφεται πολύ διαφορετική. Την επαύριον της τρομερής έκρηξης της 4ης Αυγούστου στο λιμάνι της Βηρυτού, δεν ήταν ο Ερντογάν, αλλά ο Εμανουέλ Μακρόν εκείνος που έσπευσε στον Λίβανο ως από μηχανής θεός. Την περασμένη εβδομάδα, οι Λιβανέζοι γιόρτασαν τα 100 χρόνια από τη δημιουργία της χώρας τους μαζί με τον Μακρόν, στο πρόσωπο του οποίου όλες οι παρατάξεις αναγνώριζαν έναν αναγκαίο μεσολαβητή για την υπέρβαση της πολλαπλής κρίσης που μαστίζει τη χώρα τους. Αντιθέτως, ο Ερντογάν ήταν πλέον persona non grata για το μεγαλύτερο μέρος του λιβανέζικου πολιτικού φάσματος. Η επέμβασή του στη Συρία τον είχε φέρει σε μετωπική σύγκρουση όχι μόνο με τη Χεζμπολάχ, αλλά και με μεγάλο μέρος της λιβανέζικης κοινωνίας, καθώς πλημμύρισε τη χώρα με Σύρους πρόσφυγες. Από την άλλη, η σφοδρή σύγκρουσή του με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο λόγω της συμμαχίας του με το Κατάρ και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους οδήγησε το σουνιτικό μπλοκ του Χαρίρι να πάρει αποστάσεις από την Τουρκία.

Η υποχώρηση της τουρκικής επιρροής στον Λίβανο αποτελεί σύμπτωμα μιας ευρύτερης τάσης. Η επίμονη προσπάθεια του Ερντογάν να αναδείξει τη χώρα του σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη, με προβολές στρατιωτικής ισχύος σε ένα μεγάλο γεωγραφικό τόξο, από τη Συρία και το Ιράκ μέχρι τη Λιβύη και την Υποσαχάρια Αφρική, περνώντας από την Ερυθρά Θάλασσα, πυροδοτεί ισχυρές αντι-συσπειρώσεις και σωρεύει ένα διαρκώς αυξανόμενο διπλωματικό κόστος για την Τουρκία.

Την περασμένη Δευτέρα, μια νέα ψυχρολουσία περίμενε την Άγκυρα, αυτή τη φορά από τη Μόσχα. Μία μέρα προτού φθάσει στη ρωσική πρωτεύουσα τουρκική κυβερνητική αντιπροσωπεία για συζητήσεις γύρω από το συριακό και το λιβυκό ζήτημα, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δεχόταν αντιπροσωπεία του συροκουρδικού κόμματος PYD, το οποίο χαρακτηρίζεται από την Τουρκία «τρομοκρατική» οργάνωση, παρακλάδι του ΡΚΚ. Μάλιστα, η Ρωσία δήλωσε ότι είναι απολύτως αναγκαία η συμμετοχή των Κούρδων της «Ροτζάβα», δηλαδή των κουρδικών περιοχών της βόρειας Συρίας, στις συνομιλίες της Γενεύης για την πολιτική επίλυση του συριακού υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Σκληρή δοκιμασία για τα όρια της τουρκικής ισχύος συνιστούν και οι εξελίξεις στη Λιβύη. Αφού κατάφερε να έρθει σε σύγκρουση ταυτόχρονα με τα συμφέροντα Γαλλίας, Ρωσίας, Αιγύπτου και Εμιράτων, ο Ερντογάν και τα ενεργούμενά του στην κυβέρνηση της Τρίπολης υπό τον Φαγέζ Σαράζ υποχρεώθηκαν να δεχθούν εκεχειρία, αναστέλλοντας τα σχέδιά τους για κατάληψη του στρατηγικού άξονα Σύρτης – Τζούφρα, που ελέγχεται από τις δυνάμεις του Χαλίφα Χαφτάρ. Σημειωτέον ότι η γαλλική Total είναι δραστήρια στην εκμετάλλευση των πετρελαίων στον κόλπο της Σύρτης από τη δεκαετία του 1950 –μόλις πέρυσι επένδυσε 650 εκατ. δολάρια για το κοίτασμα της Ουάχα–, ενώ η Ρωσία έχει εγκαταστήσει στρατιωτικά αεροσκάφη της στη βάση της Τζούφρα. Για άλλη μια φορά ο Ερντογάν φόρεσε μεγαλύτερο νούμερο παπούτσια από ό,τι του αντιστοιχούσε.

Στην Αφρική

Λιγότερο γνωστές είναι οι περιπέτειες του Τούρκου προέδρου σε άλλες ταραγμένες περιοχές της αφρικανικής ηπείρου. Όταν ήρθε στην εξουσία, η χώρα του είχε 12 πρεσβείες στην Αφρική, ενώ σήμερα έχει 42. Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των οικονομικών επιμελητηρίων αυξήθηκε από 6 σε 46 και οι πτήσεις των Turkish Airlines από 4 σε 60. Ωστόσο, ο Ερντογάν δεν περιορίστηκε στην ήπια ισχύ της οικονομικής διπλωματίας.

Το 2017 η Τουρκία απέκτησε δύο στρατιωτικές βάσεις πέρα από τα εδάφη της: μία στο Κατάρ, όπου έστειλε 5.000 στρατιώτες όταν κυριολεκτικά διέσωσε τους Καταριανούς από τον ασφυκτικό αποκλεισμό της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της, και μία στο Μογκαντίσου της Σομαλίας, που χάρισε στην Τουρκία το πρώτο πάτημα στο Κέρας της Αφρικής. Την ίδια χρονιά έκλεισε συμφωνία με τον Ομάρ αλ Μπασίρ του Σουδάν –έναν ηγέτη αποσυνάγωγο της διεθνούς κοινότητας, βεβαρημένο με σωρεία καταγγελιών για εγκλήματα πολέμου– που θα επέτρεπε στην Τουρκία να ενοικιάσει για 99 χρόνια τη νήσο Σουακίν, προσφέροντάς της βάση στην Ερυθρά Θάλασσα. Το τελευταίο διάστημα η Τουρκία επιχειρεί οικονομική αλλά και στρατιωτική διείσδυση σε χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής ιδιαίτερου γαλλικού ενδιαφέροντος, όπως ο Νίγηρας και το Τσαντ. Η δραματική όξυνση στις σχέσεις ανάμεσα στο Παρίσι και στην Άγκυρα –όπως και η φημολογούμενη άφιξη του γαλλικού αεροπλανοφόρου «Σαρλ ντε Γκωλ» στην περιοχή– μάλλον σχετίζεται περισσότερο με το αφρικανικό μέτωπο και λιγότερο με το Αιγαίο.

Σε κάθε περίπτωση, οι αντιδράσεις στον τουρκικό επεκτατισμό υπήρξαν αλυσιδωτές. Η Αίγυπτος έστειλε στρατό στη βάση των Εμιράτων στην Ερυθραία και η Σαουδική Αραβία απέκτησε βάση στο Τζιμπουτί, ενώ ο Μπασίρ ανετράπη τον Απρίλιο του 2019, με αποτέλεσμα ο Ερντογάν να χάσει έναν χρήσιμο σύμμαχο. Με εξαίρεση το Κατάρ και την κυβέρνηση της Τρίπολης, η Τουρκία έχει στρέψει εναντίον της τα περισσότερα και ισχυρότερα αραβικά κράτη. Οι νεοοθωμανικές φαντασιώσεις μεγαλείου του Ερντογάν και των συμμάχων του ξυπνούν αλγεινές μνήμες σ’ αυτό το κομμάτι του κόσμου, όπου η εθνογένεση διαδραματίστηκε σε σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κεντρική πλατεία Μαρτύρων της Βηρυτού έλκει την ονομασία της από τους εξεγερμένους Λιβανέζους και Σύρους που απαγχονίστηκαν από τον Οθωμανό διοικητή Τζεμάλ πασά την 6η Μαΐου του 1916 – κοινή εθνική εορτή για τις δύο αραβικές χώρες.

Στο μεταξύ, οι στρατιωτικές επεμβάσεις σε Συρία και Λιβύη δεν έχουν τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο Ερντογάν –ίσως μάλιστα αντιμετωπίσει ένα καινούργιο πλήγμα στο Ιντλίμπ της βόρειας Συρίας, όπου η επισφαλής εκεχειρία μπορεί ανά πάσα στιγμή να δώσει τη θέση της στην τελική επίθεση του Ασαντ–, ενώ το οικονομικό και πολιτικό κόστος για την Τουρκία μεγαλώνει από μήνα σε μήνα.

Μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα με τις ξιφολόγχες, αλλά όχι να καθίσεις πάνω τους, έλεγε το παλιό απόφθεγμα που έχει αποδοθεί στον Ταλεϋράνδο. Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν το έχει καταλάβει μέχρι τώρα, αλλά δεν αποκλείεται να υποχρεωθεί να το καταλάβει σύντομα.