Ένας λοχίας, 38.000 σφαίρες, μια ηρωική ιστορία



Η ιστορία του Δημήτρη Ίτσιου η εκτέλεση του οποίου αποτελεί το πρώτο έγκλημα πολέμου των ναζί στην Ελλάδα.

Όταν, μετά την ηρωική αντίσταση στις ναζιστικές ορδές, ο ελληνικός στρατός αντιλήφθηκε πως ήρθε η ώρα της υποχώρησης, κάποιοι έπρεπε να αναλάβουν το δύσκολο έργο της κάλυψης. Ένας από αυτούς που ανέλαβαν το εξαιρετικά δύσκολο αυτό έργο ήταν ο λοχίας Δημήτριος Ίτσιος ο οποίος μαζί με πέντε φαντάρους, τάχθηκαν να φυλάττουν σύγχρονες Θερμοπύλες στο πολυβολείο, Π8 στην ομορφοπλαγιά του Μπέλες πάνω από τα Άνω Πορόια Σερρών.

Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό του Ίτσιου και των ανδρών του να παραδοθούν. Ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων. Στόχος τους ήταν να καλύψουν την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων όσο το δυνατόν μπορούσαν περισσότερο. Αυτή ήταν η μοναδική εντολή που είχε ο λοχίας και στη συνέχεια θα έπρεπε αυτός και οι άνδρες του να βρουν τον χρόνο και τον τρόπο, ώστε, να υποχωρήσουν και οι ίδιοι.

Αυτό, ωστόσο, δεν θα το έκαναν ποτέ. Ήταν αποφασισμένοι να μείνουν εκεί και να παρέχουν κάλυψη στην υποχώρηση μέχρι να τους τελειώσουν τα πυρομαχικά. Και αυτό έκαναν. Ο Ίτσιος όταν πλέον είδε πως η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη έδωσε εντολή στους άνδρες του να φύγουν. Οι τρεις από αυτούς το έκαναν. Οι άλλοι δυο, που ήταν και συντοπίτες του επέλεξαν να μείνουν μαζί του μέχρι τέλους.

Το πολυβολείο που είχαν ταμπουρωθεί οι τρεις άνδρες δέχεται διαδοχικά κύματα επιθέσεων, από αεροσκάφη, τμήματα πεζικού και κανόνια πυροβολικού, αλλά κανείς τους δεν κάνει ούτε βήμα πίσω. Συνολικά ο Ίτσιος και οι άνδρες του ρίχνουν περίπου 38.000 σφαίρες ενάντια στους Γερμανούς και τους κάνουν να πληρώσουν βαρύ τίμημα. Αν και οι αριθμοί διαφέρουν κατά περίπτωση, περίπου 250 ναζι χάνουν τη ζωή τους από τα πυρά των τριών Ελλήνων, ανάμεσά τους και ένας αντισυνταγματάρχης της Βέρμαχτ.

Ο Ίτσιος και οι άνδρες του παραδόθηκαν μόνο όταν τους τελείωσαν τα πυρομαχικά. Οι επιζήσαντες αυτής της μάχης λένε πως από τους κάλυκες που είχαν πέσει στο έδαφος η πόρτα του πολυβολείου που οδηγούσε έξω από αυτό δεν μπορούσε ν' ανοίξει!

Η παράδοση και η εκτέλεση που αποτελεί έγκλημα πολέμου

Όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά ο Ίτσιος δεν είχε άλλη επιλογή. Βγήκε από το πολυβολείο με σκοπό να διαπραγματευτεί την παράδοση του ίδιου και των δυο ανδρών του. Ο επικεφαλής ναζί, ωστόσο, στρατηγός Σόρνερ δεν είχε καμία διάθεση να κάνει κάτι τέτοιο. Πλησίασε τον Ίτσιο και του ζήτησε να κοιτάξει γύρω του για να δει τι είχε κάνει. Στη συνέχεια ακολούθησε ο εξής διάλογος μεταξύ τους ο οποίος φτάνει μέχρι τις ημέρες μας με διάφορες παραλλαγές αλλά με το πνεύμα να παραμένει πάντα ίδιο:

Στρατηγός Σόρνερ: Πού είναι ο αξιωματικός σου;

Λοχίας Ίτσιος: Δεν υπάρχει, εγώ είμαι επικεφαλής

Στρατηγός Σόρνερ: Εσύ;

Λοχίας Ίτσιος: Ναι

Στρατηγός Σόρνερ: Συγχαρητήρια, με την αντίσταση σου ζωντάνεψες το πνεύμα των προγόνων σου

Λοχίας Ίτσιος: Έκανα το καθήκον μου

Στρατηγός Σόρνερ: Και τώρα πρέπει να κάνω και εγώ το δικό μου. Μου στοίχισες πάνω από διακόσιους άνδρες.

Στη συνέχεια ο στρατηγός έβγαλε το πιστόλι του (ή έδωσε διαταγή σε έναν επιλοχία, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή), και εκτέλεσε εν ψυχρώ τον Ίτσιο με μια σφαίρα στον κρόταφο, αφού πρώτα όμως τον είχε τιμήσει. Ο ηρωικός λοχίας το μόνο που πρόλαβε ήταν να ρωτήσει «γιατί» χωρίς να λάβει κάποια απάντηση.

Η δολοφονία του Ίτσιου (όχι και ο διάλογος) καταγράφεται στην πολεμική έκθεση του 111/70 Τάγματος του Ταγματάρχη (ΠΖ) Νικολάου Νουσάκη, που υποβλήθηκε στο ΓΕΣ. Ο γιος του δολοφονημένου λοχία είχε αποκαλύψει πως υπάρχουν και δυο φωτογραφίες που δείχνουν τον πατέρα του νεκρό και από πάνω του Γερμανούς στρατιώτες. Από τις δυο φωτογραφίες φαίνεται πως πράγματι ο Ίτσιος είχε πυροβοληθεί από κοντινή απόσταση και στον κρόταφο.

Με δεδομένο πως ο Ίτσιος είχε παραδοθεί, προστατευόταν από διεθνείς συνθήκες και έτσι η εκτέλεσή του επί της ουσίας είναι το πρώτο καταγεγραμμένο έγκλημα πολέμου στην Ελλάδα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.