Τι φέρνει ο Λαβρόφ από τη Μόσχα στην Αθήνα



Με καθυστέρηση δύο ετών καταφθάνει σήμερα Δευτέρα στην Αθήνα ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας Σεργκέι Λαβρόφ, ο εμπειρότερος όλων των συναδέλφων του στη διεθνή σκηνή, για επίσκεψη εργασίας στο πλαίσιο της οποίας θα έχει συναντήσεις με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Έλληνα ομόλογό του Νίκο Δένδια και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα.

Η επίσκεψη Λαβρόφ συνιστά αφενός τερματισμό μιας εκκρεμότητας (εφόσον είχε παγώσει επί διετία, μετά την απέλαση δύο Ρώσων διπλωματών από την Αθήνα, επί υπουργίας Νίκου Κοτζιά), αφετέρου λειτουργεί ως προπομπός της συζητούμενης έλευσης του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν το 2021, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης διακοσίων ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, για την οποία προγραμματίζονται και επί ρωσικού εδάφους επετειακές και πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Ήδη η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, έχει προαναγγείλει τη συνυπογραφή μνημονίου για την διοργάνωση "Έτους Ιστορίας Ρωσίας-Ελλάδας” το 2021, ενώ πρόσφατη είναι και η διαδικτυακή ανάρτηση της ρωσικής πρεσβείας για την επέτειο της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου.

Πρόκειται για κλασική εκδήλωση της ρωσικής λογικής να αξιοποιούνται στοιχεία "χαμηλής πολιτικής”, να υπενθυμίζονται ιστορικοί δεσμοί και να παραμένει ενεργή η διπλωματική διαδικασία, ακόμη και όταν η ουσία της διμερούς ατζέντας έχει "φτωχύνει” πολύ, όπως συμβαίνει τελευταία με τις ελληνορωσικές σχέσεις.

Ωστόσο, τα συμφραζόμενα των εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή, με κύριο πρωταγωνιστή την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, καλλιεργούν επιθυμίες εκατέρωθεν για ουσιαστικότερα ανοίγματα.

Εξ ού και η ρωσική πλευρά έχει ήδη κομίσει (αρχικά με tweet της ρωσικής πρεσβείας προτού επισημοποιηθεί η επίσκεψη Λαβρόφ, αλλά και με τα όσα, κατά πληροφορίες, περιλαμβάνει η συνέντευξη του ίδιου του Ρώσου υπουργού που πρόκειται να δημοσιεύσει σήμερα το Αθηναϊκό Πρακτορείο) ένα μήνυμα αρεστό προς την Αθήνα: ότι δηλαδή, η Ρωσική Ομοσπονδία θεωρεί

"ακρογωνιαίο λίθο” του διεθνούς καθεστώτος των θαλασσών, συμπεριλαμβανομένης της Μεσογείου, τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, με όσα αυτή προβλέπει για το κυριαρχικό δικαίωμα όλων των κρατών να επεκτείνουν τα χωρικά τους ύδατα έως τα 12 ναυτικά μίλια, αλλά και για τους τρόπους οριοθέτησης Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών. Την τοποθέτησή της αυτή η Μόσχα την προβάλλει ως απορρέουσα από τη θέση του μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και από την προσχώρησή της στη Διεθνή Σύμβαση του 1982, με εφαρμογή των κανόνων της και σε ότι αφορά τη δική της θαλάσσια δικαιοδοσία. Υπονοείται έτσι η αντιπαράθεση προς άλλες δυνάμεις που δεν έχουν επικυρώσει την ίδια Σύμβαση (ΗΠΑ, Τουρκία, Ισραήλ).

Σε κάθε περίπτωση, οι νομικές τοποθετήσεις, αποτελούν απλώς μια ψηφίδα στο πολιτικό μωσαϊκό, το οποίο εν προκειμένω χρωματίζεται από την όλο και μεγαλύτερη δυσφορία της Ρωσίας για τη στάση της Τουρκίας, καθώς μετά τα μέτωπα της Συρίας και της Λιβύης οι δύο αυτές δυνάμεις δοκιμάζουν τα όρια της σχέσης τους και στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου η Άγκυρα για πρώτη φορά διεκδικεί με τέτοια ένταση ρόλο, και μάλιστα αποσταθεροποιητικό, σε μετασοβιετική περιοχή, με την αξιοποίηση και ισλαμιστών ανταρτών, την ίδια ώρα που ενισχύει τη στρατιωτική της συνεργασία με την Ουκρανία. Το θέμα του ελέγχου της Μαύρης Θάλασσας τίθεται και πάλι επί τάπητος, ενώ το καθεστώς Ερντογάν προβάλλει ως ένα δυνάμει αξιοποιήσιμο ανάχωμα στη ρωσική ισχύ.

Η πολιτική και επικοινωνιακή αντίδραση της Μόσχας σε όλα αυτά εκτυλίσσεται με αργούς ρυθμούς τυπικά ρωσικούς και με "κατανομή ρόλων”: ο ρωσικός κυβερνοχώρος εκδηλώνει αντιτουρκικά αντανακλαστικά που δεν εμφανίζονται στα δημόσια μέσα ενημέρωσης και ο πρόεδρος Πούτιν διατηρεί τον ρόλο του συνομιλητή του Ερντογάν, όταν οι πολιτικοί του υφιστάμενοι στέλνουν αυστηρότερα μηνύματα.

Κάποια μηνύματα, μάλιστα, διαβιβάζονται αρμοδίως, παραμένοντας αθέατα στο ευρύτερο ακροατήριο. Όπως λ.χ. η επίθεση, η πρώτη του είδους μετά από τουλάχιστον έναν χρόνο, που φέρεται να εξαπολύθηκε με ρωσικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς από την Κασπία, εναντίον τοποθεσιών αποθήκευσης λαθραίου πετρελαίου από προστατευόμενους της Τουρκίας αντάρτες, επαρχία Τζαράμπουλους της Συρίας.