Οι βλέψεις της Τουρκίας στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό!



Η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα ξεκίνησε με σημαντικά θετικά κεκτημένα σε σχέση με τη μεταπολεμική διεθνή τάξη του 20ού αιώνα, αλλά και με σοβαρά διεθνή διακυβεύματα και προκλήσεις, αναμένουσες διευθέτηση.

Του Ιωάννη Θ. Μάζη

Η κυριότερη είναι η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο, η οποία παραμένει ο κλειδόλιθος του Aναχωματικού Δακτυλίου της Ευρασίας. Μια περιοχή όπου αναβιώνει το νεοψυχροπολεμικό κλίμα, με τη Ρωσία να ανακτά βαθμιαία όλο και περισσότερο τη θέση της μείζονος παραδοσιακής απειλής για την Ατλαντοκεντρική Δύση, ενώ η Κίνα ήδη επιβεβαιώνεται ως δύναμη διεκδικούσα την πρωτοκαθεδρία από τις ΗΠΑ, εξασφαλίζοντας το μεγαλύτερο ποσοστό συνισταμένης ονομαστικής εθνικής ισχύος σε πλανητική κλίμακα.

Στο νέο ασταθές μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα, βοηθούσης της πανδημίας και της συνοδής οξύνσεως όλων των χαρακτηριστικών της διεθνούς οικονομικής κρίσεως, αναδύονται νέοι αναθεωρητικοί σοβινιστικοί και αυταρχικοί εθνοκρατικοί περιφερειακοί δρώντες, οι οποίοι καταφεύγουν σε αναχρονιστικές αναβιώσεις αυτοκρατορικών αντιλήψεων εις βάρος της διατηρήσεως της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Επιτίθενται οι δρώντες αυτοί εναντίον της Οικουμενικής Συνθήκης – θεμελιώδες επίτευγμα του μεταπολεμικού κόσμου, αποτυπωθέν στο προοίμιο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ως αυτονόητη υποχρέωση για τα κράτη-μέλη του. Της Συνθήκης αυτής που αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί κεντρική οικουμενική ηθική δέσμευση για τους λαούς παγκοσμίως για ειρηνικό και ασφαλές μέλλον, διασφαλίζον την ευημερία και τη βιωσιμότητα των επερχόμενων γενεών.

Η Τουρκία, λόγω γεωγραφικών και γεωοικονομικών παραμέτρων και πληθυσμού, αποτελεί σημαντικότατη κρατική παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά και λόγω των θρησκευτικών και κοινωνικών της χαρακτηριστικών αποτελεί μαζί με την Ελλάδα τον σημαντικότερο μηχανισμό ζεύξεως των κύριων πόλων μεταβλητής ισχύος της περιμέτρου, της αρχομένης από την Ασία (Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, Πακιστάν, Ινδονησία) και εξικνουμένης μέχρι την ευρωατλαντική Δύση. Επίσης, είναι απολύτως ευκρινές ότι η Ν/Α Πτέρυγα του ΝΑΤΟ, όπως αυτή συντίθεται από το δίπολο Ελλάδας – Τουρκίας, εντάσσει στη Δυτική Περίμετρο τα σημαντικότατα γεωστρατηγικώς ενδιάμεσα κέντρα της Μέσης Ανατολής – αραβομουσουλμανικού κόσμου, του Ισραήλ και των κρατών περιοχής MENA-SAHEL και εξισορροπεί την ισχύ του «σλαβικού» κέντρου με κύριο εκφραστή τη Ρωσία και το γειτνιάζον πλέγμα ελεγχομένων -ή επηρεαζομένων- από αυτήν κρατών, στον Καύκασο και στα Βαλκάνια.

Κατά την τελευταία εικοσαετία το φαινόμενο της αναβιώσεως του ριζοσπαστικού Ισλάμ, είτε με τη μορφή τζιχαντιστικών οργανώσεων είτε με τη μορφή αντίστοιχων με εξεγερσιακή ιδεολογία και πρακτική, την οποία οργανώνoυν και συντονίζουν διεθνώς οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, διευκολύνει το καθεστώς Ερντογάν εργαλειοποιώντας το ΝΑΤΟϊκό του κέλυφος. Η Αγκυρα συμπράττει με την οργάνωση των Αδελφών, εγκαταλείπουσα οριστικώς τους «φιλο-ευρωπαϊκούς οραματισμούς» και έχουσα ενστερνιστεί την «Τουρκο-ισλαμιστική Σύνθεση». Με βάση τον σχεδιασμό αυτόν, η ερντογανική Αγκυρα εξύφανε ένα ανεπανάληπτο αναθεωρητικό σοβινιστικό τρίπτυχο ισλαμο-παντουρανικής και νεοοθωμανικής παρεμβατικής εξωστρέφειας, οριζούσης γεωστρατηγικούς στόχους πολύ πέραν αυτών που θα χαρακτήριζαν μια τοπική ή περιφερειακή ηγεμονική δύναμη. Στην επικίνδυνη επεκτατική πορεία της η Τουρκία αντιμετωπίζει ως ουσιαστικότερο εμπόδιο τον Ελληνισμό της ανατολικής Μεσογείου, ήτοι την Ελληνική και την Κυπριακή Δημοκρατία και τον έλεγχο που κατά το εφαρμοστέο Διεθνές Δίκαιο ασκούν αντιστοίχως στις περιοχές κυριαρχίας ή/και κυριαρχικών δικαιωμάτων ή έστω νομίμως ανατιθέμενων διεθνών αρμοδιοτήτων τους (βλ. εθνική επικράτεια / νησιά – παρανόμως κατεχόμενες υπό της Τουρκίας περιοχές της Κύπρου, ηπειρωτικές και / ή νησιωτικές θαλάσσιες ζώνες κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως Αιγιαλίτιδα Ζώνη ή Υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ αντιστοίχως, αντισυμβατικές διεθνοδικαϊκώς εθνικομειονοτικές αποσχιστικές διεκδικήσεις στη Θράκη κ.λπ.).

Για τους λόγους αυτούς από το 1974 η Τουρκία έχει εφαρμόσει μια στρατηγική εμπράκτου διεκδικήσεως και αμφισβητήσεως κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Ελλάδα και Κύπρο. Στρατηγική η οποία περιλαμβάνει την παράνομη χρήση βίας ή και τη συνεχή, επίσης παράνομη, απειλή χρήσης βίας (casus belli), η οποία συμπληρώνει ή υποστηρίζει τη στρατηγική συμπιέσεως μέχρις εξαφανίσεως του Ελληνισμού, όπως αυτή εκδηλώθηκε από την επαύριον ακόμη της σύναψης της Συνθήκης της Λωζάννης (1923), είτε εντός της τουρκικής επικράτειας (εξοντωτικές διώξεις Ελλήνων μειονοτικών πληθυσμών) είτε εκτός αυτής. Στην τακτική της αυτή χρησιμοποιεί τη μέθοδο της υποδαυλίσεως μειονοτικών και κοινοτικών (μειονοτικές ομάδες ή κοινότητες) ζητημάτων στις κοινότητες μουσουλμανικών πληθυσμών σε Ελλάδα και Κύπρο.

Οι εν λόγω μακρόχρονες και διαρκώς εντεινόμενες μεθοδεύσεις της Τουρκίας, ειδικά καθόσον εκδηλώνονται με τη χρήση ή τη συνεχή απειλή χρήσεως βίας έναντι της εθνικής κυριαρχίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας κράτους, συνιστούν ρητή και επαναλαμβανόμενη μάλιστα παραβίαση θεμελιωδών Κανόνων αναγκαστικού Διεθνούς Δικαίου (Jus Cogens), καθώς καταστρατηγούν θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ, και άρα θεωρείται βασίμως ότι συνιστούν επιθετική ενέργεια εις βάρος τρίτου κράτους, συμφώνως προς τις προβλέψεις και τα κριτήρια που θέτει η Απόφασις 3314/XXIX (1977) της Γ.Σ. του ΟΗΕ, περί ορισμού της Επιθέσεως στις διακρατικές σχέσεις.

Υπό την έννοια αυτή, δε, καθιστούν θεμιτή την έντονη διαμαρτυρία, αλλά και νόμιμη την όποια δυναμική αντίδραση του θιγόμενου κράτους ή κρατών, ακόμη και περιλαμβάνοντας τη χρήση βίας, στη βάση των προβλέψεων του Αρθρου 51 του ΧτΗΕ, περί του εγγενούς και αδιαμφισβήτητου Δικαιώματος για Αυτοάμυνα. Η ολονέν και περισσότερο εντεινόμενη αυτή πρακτική εις βάρος κρατών-μελών του ΟΗΕ καλύπτει και τα κριτήρια αξιολογήσεως του άρθρου 39 του ΧτΗΕ περί «αξιολογικής εκτιμήσεως» (εκ μέρους του Σ.Α. του ΟΗΕ) αντιδιεθνών κρατικών συμπεριφορών ως τιθεμένων εκτός πνεύματος και γράμματος των προβλέψεων του ΧτΗΕ, καθόσον παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές του ΧτΗΕ «περί επιλύσεως των διεθνών διαφορών με ειρηνικό τρόπο» και ρητής «απαγορεύσεως χρήσεως βίας», όπως αυτές καθορίζονται ρητά στις παρ. 3 και 4 του Αρθρου 2 του ΧτΗΕ, αλλά και επιβεβαιώθηκαν και κωδικοποιήθηκαν περαιτέρω μεταγενέστερα στις σχετικές οικουμενικής αποδοχής πρόνοιες της Διακηρύξεως Αρχών του Διεθνούς Δικαίου περί «φιλικών σχέσεων και συνεργασίας μεταξύ κρατών», τις υιοθετηθείσες από τη Γ.Σ. του ΟΗΕ (UN GE A Res 2625 (XXV), 24 Οκτ. 1970), συνιστώσες πλέον μείζονα απειλή για την περιφερειακή και τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.

Η επίθεση που δέχεται η Ελλάδα από την Τουρκία είναι επίθεση σε ολόκληρο τον Δυτικό Κόσμο. Η αντίληψη της τουρκικής «Γαλάζιας Πατρίδας» νομιμοποιεί τις αυθαίρετες αξιώσεις της Κίνας και της Ρωσίας, οι οποίες θεωρούν τις εγγύς θαλάσσιες περιοχές πέριξ αυτών ως «γαλάζιο έδαφος», δηλαδή ως προέκταση της χερσαίας επιφανείας τους. Επιπροσθέτως, η Τουρκία αντιμετωπίζει τα ελληνικά νησιά ως ανύπαρκτα από νομικής απόψεως, ωσάν μεταξύ αυτής και της ηπειρωτικής Ελλάδας να υπάρχει μόνον θάλασσα. Δηλαδή, σε περίπτωση που η Τουρκία επιβάλει τις έκνομες αξιώσεις της, τότε προωθεί de facto μια ανάγνωση του Δικαίου της Θάλασσας συμφώνως προς την οποία οι ηπειρωτικές ακτές είναι σαφώς ανώτερες των νησιών. Είναι προφανές ότι η άποψη αυτή υπονομεύει τα δικαιώματα όχι μόνο ελληνικών νησιών του Αιγαίου, αλλά και ευρύτερα τα δικαιώματα και άλλων νησιών τρίτων χωρών, όπως η Σικελία ή η Σαρδηνία, ή «πρώην αποικιακών» νησιών ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γουαδελούπη της Γαλλίας κ.λπ., αλλά και ευρύτερα τη νομική υπόσταση νησιωτικών χωρών όπως είναι π.χ. μείζονες και ελάσσονες νησιωτικοί σχηματισμοί του Ηνωμένου Βασιλείου (Η.Β.) ή η Μάλτα. Πολύ δε περισσότερο, η Κύπρος!

Εξεταζόμενες εντός ενός ευρύτερου γεωπολιτικού πλαισίου, οι αξιώσεις αυτές της Τουρκίας προωθούν ευθέως ή εμμέσως τη μακρόπνοη στρατηγική των μεγάλων χερσαίων ευρασιατικών δυνάμεων, κυρίως της Κίνας, επιβάλλοντας την έκνομη αντίληψη ότι τα μεμονωμένα νησιά και οι αρχιπελαγικές δομές γύρω από αυτές θα πρέπει «αυτοδικαίως» να βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής τους, ενώ τα νησιωτικά συμπλέγματα που βρίσκονται κοντά στις ακτές τους «δεν έχουν ίσα δικαιώματα», «δεν υπάρχουν από νομικής απόψεως» και θα πρέπει να ενσωματωθούν στο «γαλάζιο αυτό έδαφος».

Στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο εκτυλίσσεται ένα επικίνδυνο επεισόδιο του νέου «Μεγάλου Παιχνιδιού» μεταξύ των ευρασιατικών χερσαίων δυνάμεων (Κίνα, Ρωσία, Ιράν) και της Ευρωατλαντικής Δύσης, ενώ η Τουρκία λειτουργεί ως ο δήθεν ΝΑΤΟϊκός «ξενιστής» του ευρασιατικού συμπλέγματος της Κίνας – Ρωσίας – Ιράν. Αν η Τουρκία καταφέρει με την ανοχή της Δύσεως και επιβάλει τις έκνομες αξιώσεις της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο αντιστοίχως, θα επιτρέψει στο ευρασιατικό σύμπλεγμα να επιβάλει την παγκόσμια ηγεμονία του.

Κοντολογίς, η Δύση οφείλει να κατανοήσει τάχιστα και να σπεύσει να καταστήσει απολύτως σαφές στην Τουρκία ότι απέναντι από τις ακτές της δεν υπάρχει η «ανοιχτή θάλασσα», την οποία μπορεί να διεκδικήσει απεριόριστα ως «γαλάζιο έδαφός» της, αλλά δύο άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε. και του ΟΗΕ: η Ελληνική και η Κυπριακή Δημοκρατία. Να κατανοήσει ότι, συμφώνως προς το εφαρμοστέο Διεθνές Δίκαιο, στο Αιγαίο και στη ΝΑ Μεσόγειο υπάρχει απέναντί της μία ενιαία θαλασσοχερσαία δομή, με τα νησιά και την ηπειρωτική χώρα να συνθέτουν μια ενιαία και αδιαίρετη γεωπολιτική ενότητα, την Ελλάδα. Η προέκταση της θαλάσσιας ζώνης της Χωρικής Θάλασσας (Αιγιαλίτιδα Ζώνη), και της υφαλοκρηπίδας, η οποία καθορίζεται και προσμετράται από την ηπειρωτική και τη νησιωτική (όπου αυτή υφίσταται) τουρκική ακτογραμμή δεν εκτείνεται απεριόριστα ή αυθαίρετα, αλλά έως εκεί που τελειώνουν οι αντίστοιχες θαλάσσιες ζώνες που καθορίζονται από την αντικείμενη ακτογραμμή του νησιωτικού συμπλέγματος των ελληνικών νησιών του Αιγαίου. Αντιστοίχως και εις την περίπτωση της ανατολικής Μεσογείου και της εκεί υφιστάμενης Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η υπεράσπιση των ελληνικών θέσεων λοιπόν δεν αποτελεί μόνον υπεράσπιση των βασικών αρχών και γενικών και ειδικών κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, των εφαρμοστέων εις την περίπτωση του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, δεν αποτελεί μόνον υπεράσπιση της λογικής έναντι της εθνικιστικής παράνοιας, δεν είναι μόνον υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας ενός, αλλά και δεύτερου ευρωπαϊκού κράτους έναντι ενός αδηφάγου νεοοθωμανού, ισλαμιστή και ιμπεριαλιστή γείτονα, είναι και η υπεράσπιση των θεμελιωδών γεωπολιτικών συμφερόντων της Ευρωατλαντικής Δύσης ενάντια στη συνειδητή προσπάθεια των συσπειρωμένων ευρασιατικών δυνάμεων για να αλλάξουν υπέρ τους τον γεωπολιτικό χάρτη του κόσμου, όπως περιγράφει ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας στην κυβέρνηση του ΑΚP, δρ Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το στρατηγικό βάθος της Τουρκίας».

Συνακoλούθως και η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να κατανοήσει τάχιστα το μέγεθος της προκλήσεως που αντιμετωπίζει η χώρα αλλά και την ιστορική ευθύνη που επωμίζεται. Θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η Τουρκία έχει εξαπολύσει επίθεση ολοκληρωτικού χαρακτήρα εκκινούσα από το γεωστρατηγικό δίπολο του Ελληνισμού Ελλάδας – Κύπρου, επιδιώκοντας να το τεμαχίσει και να το ακρωτηριάσει γεωπολιτικά και εν συνεχεία να μετατρέψει και τις δύο αυτές εστίες του Ελληνισμού και του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού σε προτεκτοράτα της και κατόπιν σε πολιορκητικούς κριούς εκβιασμού και αλώσεως της Δύσεως.

Και αφού θα έχει εξουδετερώσει το μόνο ανασχετικό στα τουρκικά σχέδια «εμπόδιο» του Ελληνισμού (Ελλάδα – Κύπρος) στην περιοχή, να προχωρήσει στο κυρίως σχέδιό της, που είναι η είσοδός της ως «ισότιμης» δύναμης στο ιερατείο των μεγάλων ευρασιατικών δυνάμεων (Κίνα, Ρωσία, Ιράν), οι οποίες στοχεύουν στην παγκόσμια κυριαρχία. Η Τουρκία θέλει να είναι η τέταρτη χώρα, η οποία μαζί με τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν θα φιλοδοξεί να αποτελέσει τον νέο παγκόσμιο ηγεμόνα και να κυριαρχήσει πάνω στην ευρωατλαντική Δύση.

* Ο Ιωάννης Μάζης είναι Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας / ΕΚΠΑ