Η αντίδραση της Ελλάδος στον ‘Έβρο και στο Αιγαίο ήταν η ενδεδειγμένη
Ο μέχρι κυνισμού ρεαλισμός είναι θεμελιώδες και αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της
διεθνούς πραγματικότητας, της πολιτικής ισχύος και της σύγκρουσης, ισορροπίας
και προώθησης συμφερόντων.
Δυστυχώς, η πραγματικότητα αυτή δεν αγγίζει τους ρομαντικούς που εξακολουθούν
να θεωρούν, χωρίς μάλλον να το πιστεύουν, την άσκηση εξωτερικής πολιτικής ως
άσκηση αδελφοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ των λαών.
Δεν έχουν παρά να παρακολουθήσουν και να προσπαθήσουν να αντιληφθούν τις
συμφωνίες και ανίερες συμμαχίες στα μέτωπα του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της
Λιβύης και της Συρίας. Ο χωρίς συναισθήματα ρεαλισμός αποτελεί, καλώς ή κακώς,
συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για την άσκηση μίας αποτελεσματικής εξωτερικής
πολιτικής. Χωρίς ιδεολογικά αναχώματα, πολιτικές παρωπίδες και κομματικά
συνθήματα.
Η διαπίστωση αυτή αφορά ευθέως και άμεσα και στον τρόπο με τον οποίο
εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται κάποιοι την Τουρκία. Παρά την επιθετική,
αναθεωρητική πολιτική της έχει -είχε μάλλον- καταφέρει να προκαλέσει ευρεία
και μάλλον συγκρουσιακή συζήτηση στην Ελλάδα.
Κυρίως με τους θιασώτες του δόγματος της υποχωρητικότητας και την αρθρογραφία
εκείνων που εξακολουθούν να θέτουν το δίλημμα «συνθηκολόγηση και συνδιαλλαγή ή
πολεμική σύγκρουση». Σίγουρα δεν μας είναι νέο. Έχει τεθεί πολλές φορές με
διαφορετικές εκφάνσεις στην ιστορία μας.
Εδώ και χρόνια, στην Ελλάδα υπάρχουν δύο σχολές: Η μία ως βέλτιστη εφικτή
επιλογή προέκρινε σταθερά την πολιτική της «υπομονής και επιμονής». Με μικρά
και σταθερά βήματα προς τα εμπρός όταν τούτο ήταν εφικτό και υπήρχε
ανταπόκριση από την Άγκυρα .Κυρίως όμως χωρίς άλματα στο κενό.
Στον αντίποδά της είναι εκείνοι που πιστεύουν-πίστευαν στο παρελθόν- ότι
μπορούν με την κινητικότητα να ταράξουν τα δήθεν «λιμνάζοντα ύδατα». Ως εάν
επρόκειτο για φυσικό φαινόμενο. Δυστυχώς εκπρόσωποι της σχολής αυτής -παρά όσα
προηγήθηκαν στον Έβρο και στο Αιγαίο και την σθεναρή και αποτελεσματική στάση
της Ελλάδος- εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να θεωρούν ότι η Ελλάδα έχει
«μαξιμαλιστικές θέσεις», άρα περιθώριο για υποχώρηση.
Στην πραγματικότητα το φαινόμενο αυτό δημιουργεί σήμερα ειδικά σύγχυση και
στέλνει λάθος μήνυμα στην Τουρκία αλλά και σε κάποιους εταίρους και συμμάχους
μας, όπως η Γερμανία.
Επίσης δυσχεραίνει την πολιτική της κυβέρνησης. Δίνει ταυτόχρονα το πρόσχημα
σε πολλούς να αρχίζουν πάλι τις γνωστές και τόσο εύκολες στην πατρίδα μας
κραυγές για μειοδοσία και προδοσία. Ελπίζω -χωρίς να είμαι σίγουρος- ότι
διαβάσαμε όλοι πλέον σωστά τι είδους επιθετικό γείτονα έχουμε, καθώς και τον
πολιτικό κυνισμό της ηγεσίας του.
Η στάση και αντίδραση της Ελλάδος στον ‘Έβρο και στο Αιγαίο ήταν η
ενδεδειγμένη. Για τον λόγο αυτό προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό -μεγαλύτερο ίσως του
προσδοκώμενου- τη συσπείρωση της κοινής γνώμης εξασφαλίζοντας έτσι τη μεγίστη
δυνατή «εσωτερική νομιμοποίηση».
Τι μπορεί να γίνει; Υπάρχει αλήθεια κάποιος, ο οποίος δεν θα ήθελε ως βέλτιστη
λύση να προτάξει τη διπλωματία αν θα ήταν εφικτό να μας οδηγήσει σε λύση;
Έχουμε καθαρές θέσεις τις οποίες συνοψίζω:
Α. H πάγια και συνεπής στάση μας ότι στις διερευνητικές συνομιλίες, τις οποίες
αντιφατικά προβάλλει μεν, επί τούτω υπονομεύει δε η Τουρκία, δεν συζητούμε
ζητήματα εδαφικής μας ολοκλήρωσης και κυριαρχίας .Η καθαρή θέση αυτή έχει
βοηθήσει ώστε να τεθεί το θέμα στη σωστή του βάση.
Β. Το ίδιο γίνεται και με τη δυνατότητα -όχι τόσο ρεαλιστική, λόγω Τουρκίας,
προοπτική- κοινής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (Χάγης). Εάν η
Τουρκία συμφωνήσει στην υπογραφή συνυποσχετικού και στην δέσμευση αποδοχής της
Απόφασης -εντελώς απομακρυσμένη σήμερα εκδοχή- η Ελλάδα έχει τη βούληση να
παραπέμψει στη Χάγη τα ζητήματα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και των
ορίων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Αποκλείοντας ταυτόχρονα εκ
προοιμίου το αυτονόητο, κάθε συζήτηση δηλαδή που σχετίζεται με την εδαφική μας
ακεραιότητα και κυριαρχία.
Εντέλει η διπλωματία, η ειρήνη και το Διεθνές Δίκαιο είναι οι σταθερές της
πολιτικής και το κατ’ εξοχήν προνομιακό πεδίο της πολιτικής της Ελλάδος. Η
σύγκρουση στο πεδίο ,στο οποίο καθημερινά αναφέρονται οι κυβερνητικοί
αξιωματούχοι της Τουρκίας, δεν είναι δική μας επιλογή.
Εάν όμως καταστεί αναπόφευκτη -με πρωτοβουλία των «τρελών Τούρκων»-, η Ελλάδα
έχει ισχύ, πολιτική βούληση, πρωτοφανή εσωτερική νομιμοποίηση και
επιχειρησιακές δυνατότητες και συμμαχίες για να δώσει την απάντηση που πρέπει.
Δικαιούμαι εφεξής να αναφέρομαι και να το αποκαλώ ως το Ερντογανικό «δόγμα του
τρελού Τούρκου».
Aλέξανδρος Π. Μαλλιάς
Πρέσβης επί τιμή