Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις προκαλούν δέος στην Άγκυρα ιστορικά και αυτό δεν
αλλάζει
Η αποτροπή ως δόγμα κατά των τουρκικών επιθετικών σχεδίων στο πανάρχαιο
ελληνικό Αρχιπέλαγος του Αιγαίου, δεν αποτελεί πλέον πανάκεια για το ελληνικό
ΓΕΕΘΑ, αφού οι Τούρκοι έχουν βάλει εδώ και καιρό στο στόχαστρο μικρονήσους και
βραχονησίδες μας.
Είναι γνωστόν πλέον, ότι η Τουρκία ετοιμάζει πυρετωδώς μια νέα άκρως
επικίνδυνη ναυτική τακτική κατά των ελληνικών μονάδων επιφανείας και
υποβρυχίων, με την μαζική χρήση UCAV, με τις ανάλογες δυνατότητες, με στόχο να
απομονώσει τα ελληνικά νησιά πρώτης γραμμής, ζητώντας παράλληλα διεθνώς την
“αποστρατικοποίηση τους”, ενώ η ίδια στρατιωτικοποιεί ακόμα πιο πολύ τα
παράλια της.
Για αυτό και οι Έλληνες επιτελείς σχεδιάζουν και επιταχύνουν όσο ταχύτερα
είναι δυνατόν, την υλοποίηση νέων σχεδίων “επιθετικής” πλέον τακτικής των
ελληνικών δυνάμεων.
Τώρα το σκηνικό αυτό θα μεταφερθεί σε ελληνικές μικρονήσους “πρώτης γραμμής”,
σε ένα πιθανό σενάριο ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης σε στεριά και αέρα, την
οποία σχεδιάζουν εδώ και πολλά χρόνια οι Τούρκοι όπως φαίνεται.
Τα νέα όπλα μας, θα είναι τα υπό σχεδιασμό πλέον UCAV Lotus, τα οποία θα
διαμορφώσουμε ανάλογα μετά από τις σχετικές δοκιμές, στο άκρως απαραίτητο
διάστημα, ότι και να δηλώνουν πολλοί ειδικοί και μη.
Το κακό είναι ότι ενώ ήμασταν πρωτοπόροι στον τομέα αυτόν από τα τέλη της
δεκαετίας του 1980, τώρα τρέχουμε 100στάρι για να προλάβουμε τις
εξελίξεις.
Η προ μηνών επίσκεψη του πρέσβη του Ισραήλ στις εγκαταστάσεις της Intracom
Defense στο Κορωπί, σχετικά με τις εξελίξεις γύρω από το μυστικοπαθή πρόγραμμα
ανάπτυξης του stealth drone LOTUS που θα εξοπλίσει τις ελληνικές ένοπλες
δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο, αφορά πιθανότατα το πρόγραμμα μετατροπής
του σε UCAV ( unmanned combat aerial vehicle) σε απάντηση στο τουρκικό
“σημαιοφόρο” (BAYRAKTAR).
Η Intracom Defense έχει υπογράψει σύμβαση με την Israel Aerospace Industries
(IAI), τη μεγαλύτερη και κρατική αμυντική εταιρεία στο Ισραήλ, για την
παράδοση ενεργειακών και διαχειριστικών εφαρμογών και λύσεων.
Οι Ισραηλινοί έχουν πάρει την απόφαση για διπλωματική και πολιτική συνεργασία
με την Ελλάδα σε ευρύτερο και πιο βαθύ πλαίσιο.
Αναμένεται οι επόμενοι μήνες να είναι περίοδος έντονων διεργασιών και κυρίως
στρατιωτικών εξελίξεων στο γεωπολιτικό και διπλωματικό πεδίο στην ευρύτερη
περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής.
Μιλάμε για στενή πλέον συνεργασία του Ισραήλ με την Ελλάδα και στο τεχνολογικό
κομμάτι, ειδικά σε ότι έχει σχέση με τα drone που θα κάνουν πλέον όλες τις
“δουλειές” σε Αιγαίο και Α.Μεσόγειο.
Η ελληνική απάντηση στο BAYRAKTAR, δεν αφορά μόνο τα νησιά μας στο Αιγαίο,
αλλά και την ΕΛΔΥΚ, αφού η ελληνική δύναμη Κύπρου θα βρεθεί κάτω από το
στόχαστρο των τουρκικών drone που θα έχουν βάση στο Λευκόνοικο, και θα πρέπει
να “απαντήσει” σε οποιαδήποτε πιθανό σενάριο ελληνοτουρκικής διένεξης, με
drone και αντι-drone όπλα.
Η έτερη εξέλιξη αφορά τον εκσυχρονισμό των ελληνικών συστημάτων πολλαπλών
εκτοξευτών RM-70 και την επέκταση του φονικού βεληνεκούς των πυραύλων 122 mm,
από τα 24 χλμ στα 40+ χλμ. με την χρήση σερβικών πυραύλων G-2000 σε συνδυασμό
με την συνεργασία των ΕΑΣ.
Οι σχετικές βολές των σερβικών πυραύλων έλαβαν χώρα στα τέλη Μαΐου στο πεδίο
βολής Κρήτης από το ελληνικό πυροβολικό.
Μιλάμε για τον εκσυγχρονισμό τουλάχιστον 48+24 συστημάτων στο διαμέτρημα των
122 χιλιοστών μέσω του προγράμματος “Βελτίωση των δυνατοτήτων ελληνικού
πυροβολικού μάχης”.
Αυτή η ελληνοσερβική αμυντική συνεργασία σημαίνει σε απλά “ελληνικά” ότι θα
έχουμε μια τρομακτική δύναμη πυρός που θα σημαδεύει τις τουρκικές ακτές,
έχοντας την δυνατότητα να κονιορτοποιήσει τουρκικές στρατιωτικές συγκεντρώσεις
σε αυτές τις περιοχές πριν επιχειρήσουν οτιδήποτε.
Η συγκεντρωτική βολή ενός μόνο RM-70 με 40 πυραύλους κονιορτοποιεί οτιδήποτε
υπάρχει σε ακτίνα 30.000 τετραγωνικών μέτρων, ενώ μια μοίρα με αυτά τα
συστήματα (18 οχήματα φορτωμένα με πυραύλους) εξαφανίζει την ζωή σε οτιδήποτε
κινείται σε ακτίνα 405.000 τετραγωνικών μέτρων.
Το ελληνικό πυροβολικό μάχης Στρατού επιχειρεί με 116 ΠΕΠ RM-70 (από τους 150
που είχαν αποκτηθεί από τα ανατολικογερμανικά αποθέματα το 1994 στο πλαίσιο
της συνθήκης CFE).
Οι ΠΕΠ συνήθως χρησιμοποιούνται σε αποστολές Γενικής Υποστήριξης (ΓΥ) και λόγω
της μεγάλης ισχύος πυρός που εκπέμπουν (80 ρουκέτες ανά όχημα, 40 στον
εκτοξευτή και 40 αναχορηγία επί του οχήματος) αλλά και του μεγάλου αριθμού που
βρίσκεται σε υπηρεσία δίκαια θεωρούνται ως ένας από τους σημαντικότερους
ελληνικούς πολλαπλασιαστές ισχύος.
Πρόκειται για ένα τρομερό όπλο στην περιοχή της ΑΣΔΕΝ, το οποίο αν και εφόσον
συνδεθεί και με επίγεια συστήματα πυραύλων EXOCET κατά τουρκικών μονάδων
επιφανείας, θα προκαλέσει πάταγο στους “γείτονες”.
Οι προθέσεις των Τούρκων εδώ και μεγάλο διάστημα ( ειδικά στην άσκηση
θαλασσόλυκος) έδειξε την πιθανή προετοιμασία κατά ελληνικών μικρονήσων και
βραχονησίδων, με σκοπό ίσως ακόμα και μια “απόβαση”σε αυτές σύμφωνα και με
παλαιότερες δηλώσεις Τούρκων ειδικών και αποστράτων ανωτάτων αξιωματικών.
Τα ΠΕΠ RM-70 με κατάλληλες μετακινήσεις στα νησιά που βρίσκονται θα καλύπτουν
πλέον με το νέο βεληνεκές των 40 χλμ. πολλές μικρονήσους και βραχονησίδες, και
μαζί με τα υπόλοιπα πυραυλικά μας συστήματα, θα είναι όντας έτοιμα να
καταστρέψουν οποιαδήποτε προσπάθεια αποβάσεις σε απομονωμένες παραλίες.
Το τουρκικό εφεύρημα των “Γκρίζων νήσων”, θα είναι πιθανόν το “διαβατήριο” που
θα επικαλεστεί η τουρκική πλευρά, σε περίπτωση “επεισοδίου”, αναφέροντας δήθεν
ότι “δεν επιτέθηκε σε χώρα του ΝΑΤΟ, αλλά σε “δικά της νησάκια” εντός της
“Γαλάζιας Πατρίδας”.
Σε περίπτωση ενός πιθανού πολέμου με την Τουρκία, θα είμαστε μόνοι μας εντελώς
στο πεδίο της μάχης, και αυτό είναι πλέον σίγουρο και απόλυτα τεκμηριωμένο.
Δεν θα είμαστε μόνοι μας όμως σε άλλους τομείς που θα αφορούν όπως για
παράδειγμα, “πληροφορίες”, αμυντική βοήθεια κ.ά., τα οποία παίζουν και
αυτά ένα σπουδαίο ρόλο σε τέτοιες καταστάσεις.
Όπως και να έχει η κατάσταση, η ωμή αλήθεια είναι ότι η Τουρκία γνωρίζει και
υπολογίζει σοβαρότατα τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, περισσότερο από
οποιαδήποτε άλλη χώρα ( πλην Ρωσία, ΗΠΑ, Κίνα), διότι ιστορικά έχει δεχθεί
τρομερά πλήγματα, ενώ το 1974 κατανόησε ότι αν υπήρχε στο νησί η ελληνική
μεραρχία, δεν θα επιτύγχανε απολύτως τίποτα.