Best Sniper Competition και γιατί υστερούμε σε ελεύθερους σκοπευτές



Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Προ ημερών ολοκληρώθηκε ο Διαγωνισμός Καλύτερης Ευρωπαϊκής Ομάδος Ελευθέρων Σκοπευτών 2021 (2021 European Best Sniper Team Competition) με συμμετοχή 27 ομάδων από 14 χώρες. Για πρώτη φορά υπήρχε και ελληνική συμμετοχή, γεγονός που κατά την άποψή μας είναι πολύ σημαντικότερο στοιχείο από το ότι δεν διακρίθηκε στην πρώτη δεκάδα της τελικής κατατάξεως.

Όπως έχουμε περιγράψει και σε άλλες ευκαιρίες, η συμμετοχή σε έναν στρατιωτικό διαγωνισμό τέτοιου τύπου, ενέχει ζητήματα όπως αυτό της εξοικειώσεως με τις διαδικασίες και την όλη εκτέλεση μέσα σε ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον οργανώσεως για τους συμμετέχοντες. Έτσι, μια απαιτητική διαγωνιστική διαδικασία σε ένα τέτοιο εξειδικευμένο αντικείμενο μπορεί φαινομενικώς να αφορά κατά βάση το επίπεδο δεξιότητος σε συνδυασμό με ειδικό οπλισμό και υλικά, στην πραγματικότητα όμως το προσωπικό δοκιμάζεται σε “κρυφά” στοιχεία στα οποία συχνά δεν αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση, όπως η φυσική κατάσταση. Βεβαίως, κεφαλαιώδους σημασίας παραμένει η εμπειρία. 

Και σε άλλες τέτοιες διαγωνιστικές εκδηλώσεις έχουν λάβει μέρος ελληνικές ομάδες, χωρίς να διακριθούν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η συμμετοχή τους δεν ήταν παραγωγική, καθώς έγιναν παρατηρήσεις, εξήχθησαν συμπεράσματα, αποκομίστηκε εμπειρία και δρομολογήθηκαν διαδικασίες βελτιώσεως. Αυτή είναι και η ουσία, ιδίως για στρατούς που δεν έχουν πολεμική εμπειρία και υπάρχει έλλειψη τριβής με κάποια πολύ εξειδικευμένα αντικείμενα, όπως είναι το κεφάλαιο “Ελεύθερος Σκοπευτής”.

Ιστορικώς, ο Ελληνικός Στρατός δεν είχε ποτέ καμμία παράδοση στην επιχειρησιακή χρησιμοποίηση ελευθέρων σκοπευτών. Όσο και αν πολέμησε σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους πλάι σε μεγάλους συμμαχικούς στρατούς, δεν αποκόμισε τίποτα και η παρουσία ελευθέρων σκοπευτών στις μονάδες πεζικού υπήρξε εντελώς συμβολική, αφού το αντικείμενο “διδασκόταν” για διάστημα 2 εβδομάδων στο πλαίσιο των μονάδων και ο σκοπευτής χρησιμοποιούσε το τυπικό τυφέκιο χορηγήσεως με μια απλή βασική σκοπευτική διόπτρα.

Στενότερη επαφή με το αντικείμενο, έγινε στην δεκαετία του 1980, από την συμμετοχή της χώρας με μόνιμα στελέχη των Ειδικών Δυνάμεων στην τότε Διεθνή Σχολή Περιπόλων Αναγνωρίσεως Μακράς Ακτίνος (ILRRPS) του ΝΑΤΟ στην Γερμανία, το σημερινό Διεθνές Κέντρο Ειδικής Εκπαιδεύσεως (International Special Training Center). Εν συντομία, απαιτήθηκαν περί τα 15 έτη υπηρεσιακών εισηγήσεων και επιτελικής επεξεργασίας για να καθιερωθεί η λειτουργία αναλόγου σχολείου των Ειδικών Δυνάμεων στο ΚΕΑΠ και η ειδικότητα του Ελευθέρου Σκοπευτού Ειδικών Αποστολών (ΕΣΕΑ). Ακολούθως, διανύθηκε μια επιπλέον 15ετία για να εκδηλωθεί ένα σχετικό ενδιαφέρον από το Πεζικό ενώ σήμερα, ακόμη οι Ειδικές Δυνάμεις δεν έχουν προμηθευτεί εξειδικευμένο τυφέκιο ελευθέρων σκοπευτών, το Σχολείο έχει υποβληθεί σε διάφορες μεταβολές, όχι πάντα προς την σωστή κατεύθυνση, και ο αριθμός των αποφοίτων με υψηλή βαθμολογία στην ειδικότητα του ΕΣΕΑ είναι σχετικώς μικρός. Το Πεζικό φυσικά, δεν έχει προχωρήσει καλύτερα αλλά υπάρχει ένα γνήσιο ενδιαφέρον από στελέχη του, που σε συνδυασμό με την υποστήριξη προερχομένων εκ των Ειδικών Δυνάμεων ανωτάτων αξιωματικών, προσπαθούν για “καλύτερες ημέρες”.

Είναι γνωστό πάντως ότι οι Τούρκοι απέδιδαν ανέκαθεν μεγαλύτερη έμφαση στους ελεύθερους σκοπευτές. Ακόμη και όταν ούτε αυτοί είχαν οργανωμένη εκπαίδευση επιπέδου για την ειδικότητα, φρόντιζαν να τους εφοδιάζουν με καλύτερο οπλισμό για τον συγκεκριμένο ρόλο. Όταν δε, όπως και εμείς, μέσω του ΔΙΚΕΕ μυήθηκαν βαθύτερα στα μυστικά της ειδικότητος, προέβησαν ταχύτατα στις δέουσες ενέργειες αναβαθμίσεως και των δικών τους πραγμάτων.

Για ποιον λόγο αυτή η διαφορά; Η απάντηση είναι μάλλον απλή. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας βρίσκονται σε μακροχρόνιο αντιανταρτικό αγώνα εντός και εκτός συνόρων, με αποτέλεσμα η υφισταμένη πίεση και το αίμα που ρέει, να οδηγεί σε ταχεία απορρόφηση διδαγμάτων και δρομολόγηση μέτρων όπου εντοπίζεται ανάγκη. Η ανάδειξη του ρόλου των ελευθέρων σκοπευτών, ήλθε ως απολύτως φυσιολογική παρατήρηση. Πλέον τούτου, οι αμυντικοί προϋπολογισμοί, διατηρούνται σταθερά σε ικανοποιητικά πλαίσια και οι εισηγήσεις των επιτελών βρίσκουν ταχύτερα ανταπόκριση και υλοποιούνται, όταν πρόκειται για προμήθειες οπλισμού και εν γένει υλικού. Το βασικό όμως είναι η ανεπτυγμένη “νοοτροπία μαχητού” λόγω της διαρκούς ενασχολήσεως με τον πόλεμο, που υπερέχει σε σχέση με την “νοοτροπία στρατιώτη”, στην οποία έχουν μείνει στρατοί που απέχουν για διαφόρους λόγους από τα πεδία των μαχών. 

Επομένως, οι Τούρκοι έχουν όχι μόνο μεγαλύτερη τριβή με το αντικείμενο του ελευθέρου σκοπευτού αλλά και σαφώς μεγαλύτερη πολεμική εμπειρία από την χρησιμοποίησή τους. Η καθιέρωση τυπικών σχολείων ελευθέρων σκοπευτών παράγει σταθερά ικανούς αριθμούς στελεχών με αυτή την ειδικότητα ενώ η άνεση χρηματοδοτήσεως προμηθειών επιτρέπει την ευχερή αγορά εξειδικευμένων τυφεκίων ελευθέρου σκοπευτού και κάθε ειδικού υλικού. Μάλιστα, επειδή οι ανάγκες είναι μεγάλες, λόγω του όγκου του στρατεύματος και των σωμάτων ασφαλείας, η σταθερή κυβερνητική πολιτική αναπτύξεως της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, οδήγησε σε εξασφάλιση αδείας εγχώριας συμπαραγωγής πετυχημένων τυφεκίων κορυφαίων κατασκευαστών αλλά και στην ανάπτυξη από τις εγχώριες εταιρείες σε συνεργασία με τους επιχειρησιακούς χρήστες, εγχωρίων τυφεκίων που αφενός καλύπτουν τις εθνικές ανάγκες, αφετέρου προσφέρονται στην διεθνή αγορά αφού είναι υψηλής ποιότητος.

Στην Ελλάδα, η δυσκολία των Επιτελείων και Διευθύνσεων να αντιληφθούν τον ρόλο του ελευθέρου σκοπευτού, να αποδεχθούν υπηρεσιακές εισηγήσεις και να υλοποιήσουν προγράμματα εκπαιδεύσεως και προμήθειες υλικών, δεν συνάδει με στρατό του ΝΑΤΟ που υποτίθεται παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις αφού λόγω της συμμετοχής του στην Συμμαχία έχει ευχερή πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα και την κτηθείσα εμπειρία. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι τα διαρκή σκαμπανεβάσματα των αμυντικών προϋπολογισμών, οι οποίοι τα τελευταία έτη ειδικώς, οδήγησαν σε συρρίκνωση ικανοτήτων και αξιόμαχου αλλά και θεσμικά εμπόδια όπως ο “νόμος Βενιζέλου” που ναρκοθέτησε κάθε προμήθεια. Αλλά ακόμη και όταν τα οικονομικά δεδομένα ήταν καλύτερα, δεν υπήρχε εκείνη η πρόοδος που θα ανέμενε κανείς, αφού πέραν κάποιων βαρέων τυφεκίων ειδικών εφαρμογών, δεν αγοράστηκαν ούτε στοιχειωδώς εξειδικευμένα τυφέκια ελευθέρου σκοπευτού.
 
Τοιουτοτρόπως, σήμερα ο Ελληνικός Στρατός υστερεί σοβαρά σε ελεύθερους σκοπευτές και δεν έχει καν καταφέρει να προβεί στην προμήθεια ενός εξειδικευμένου τυφεκίου για την συγκεκριμένη αποστολή. Συνοπτικώς, η ενασχόληση με το αντικείμενο είναι αποσπασματική και μοιραίως, όχι σε βάθος. Το φυσιολογικό αποτέλεσμα είναι να στερείται τριβής στο αντικείμενο και να μην υπάρχει κεφαλαιοποίηση της όποιας εμπειρίας έχει αποκτηθεί από υψηλού επιπέδου στελέχη που “σπούδασαν” και διακρίθηκαν στην ειδικότητα. Φυσικά ο σπόρος υπάρχει πάντα αλλά κάποτε θα πρέπει να γίνουν και τα “βασικά” που τόσα και τόσα στελέχη έχουν εισηγηθεί υπηρεσιακώς όλα αυτά τα χρόνια.

Δεδομένου ότι το Σχολείο Βασικής Εκπαιδεύσεως Ελευθέρων Σκοπευτών Ειδικών Αποστολών (ΣΒΕΕΣΕΑ) είναι ο “μηχανισμός” παραγωγής ελευθέρων σκοπευτών, ας κάνουμε έναν απολογισμό κι ας εξετάσουμε πόσο επαρκώς το υποστηρίξαμε στην 20ετή διαδρομή του, ώστε όχι μόνο να λειτουργεί αλλά και να αναβαθμιστεί, παρέχοντας καλύτερη εκπαίδευση.

Εφόσον το υπάρχον δυναμικό δεν συμμετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις, ας επανεξετάσουμε την εμπειρία που προσφέρεται διά του ΔΙΚΕΕ και ας αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στις υπηρεσιακές εισηγήσεις, αποφασίζοντας ότι πρέπει να παρακολουθούμε στενώς τις διεθνείς εξελίξεις και όχι αποσπασματικώς, δηλαδή ερασιτεχνικώς, αφιερώνοντας τα απαιτούμενα κονδύλια που δεν είναι δα και τόσο μεγάλα.
 
Εάν δεχθούμε ότι υπάρχει ένα δυναμικό ελευθέρων σκοπευτών στις μονάδες, ας εξετάσουμε τι μέριμνα επιδείχθηκε για την συντήρηση και “επαναπιστοποίηση” της ικανότητος, αφού το παν είναι η δεξιοτεχνία και η εξάσκηση σε κάθε αντικείμενο. Αν δεν έχουμε διαδικασίες “παρακολουθήσεως” της αποδόσεως των ΕΣΕΑ μέσω απαιτητικών διαδικασιών επιχειρησιακής αξιολογήσεως, πως θα βεβαιωθούμε για την διατήρηση κι όχι διολίσθηση του επιπέδου;

Πέραν του ανωτέρω, ας δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο αναλόγου σοβαρότητος με αυτό που απαιτεί η ειδικότητα, για καλλιέργεια του αγωνιστικού πνεύματος και την ανάπτυξη του esprit de corps, μέσα από “εσωτερικές” διαγωνιστικές διαδικασίες, πριν αποφασίσουμε να λάβουμε μέρος και σε ανάλογες του εξωτερικού.

Η καθιέρωση τυποποιημένων και συστηματικών διαδικασιών συντηρήσεως – επιχειρησιακής αξιολογήσεως – διαγωνισμών, είναι η οδός που μπορεί να εξασφαλίσει την μεγαλύτερη τριβή των ΕΣΕΑ με το αντικείμενό τους, ελλείψει συμμετοχής σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Τέλος, ας αποφασίσει η ηγεσία ότι τα μικρά αναλογικώς κονδύλια που απαιτεί η ειδικότητα του ΕΣΕΑ, δεν αποτελούν δαπάνες αλλά στην πραγματικότητα επένδυση σε έναν ουσιαστικό και αποδεδειγμένης αξίας πολλαπλασιαστή ισχύος των μονάδων Πεζικού και Ειδικών Δυνάμεων. 

Όσο δεν τα κάνουμε αυτά, επιβεβαιώνουμε και σε αυτό το πολύ συγκεκριμένο κομμάτι, την ανεξήγητη στα όμματα των συμμάχων υστέρηση, προχειρότητα και έλλειψη οργανώσεώς μας, που δεν συνάδει με στρατό ΝΑΤΟ.