Συμφωνία AUKUS: Η «θυσία» της Γαλλίας για να νικηθεί ο κινεζικός δράκος



Με τη «θυσία» της Γαλλίας ανοίγει ρήγμα στο ευρωπαϊκό τείχος κατά της Ρωσίας - Η μπάλα αυτόματα παίρνει και το ΝΑΤΟ, το οποίο είχε δεχθεί πλήγμα από τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν
 
Η ψυχρολουσία που έφεραν οι ανακοινώσεις για την αμυντική συμφωνία AUKUS μεταξύ ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας και Αυστραλίας άγγιξε όχι τόσο τον άμεσο στόχο της, την Κίνα, αλλά τους Ευρωπαίους συμμάχους και ειδικά τη Γαλλία. Ενδεικτικό της «ασυνεννοησίας» των Δυτικών ήταν το γεγονός ότι η κοινή δήλωση των τριών αγγλόφωνων εταίρων έγινε λίγο πριν ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, αποκαλύψει την «ιδιότυπη» στρατηγική της Ευρώπης στον Ινδο-Ειρηνικό. Η συνέχεια χαρακτηρίστηκε από υψηλούς τόνους και βαριούς χαρακτηρισμούς από πλευράς Παρισιού, αρχικά προς την Καμπέρα και στη συνέχεια προς την Ουάσιγκτον. Πάντως, οι αρνητικές συνέπειες δεν δύνανται να περιοριστούν στην «προδομένη» Γαλλία, αλλά θα επηρεάσουν και το ΝΑΤΟ, το οποίο δέχθηκε άλλο ένα πλήγμα εμπιστοσύνης μεταξύ των συμμάχων και μπαίνει κατά κάποιον τρόπο στο περιθώριο. Σε κάθε περίπτωση, σημαντικό ζήτημα παραμένει εάν η συμφωνία αυτή θα είναι το ίδιο επωφελής και για τα τρία μέρη, ενώ «αίνιγμα» αποτελεί η πορεία που θα ακολουθήσει ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, μετά από αυτήν την εξέλιξη.

Τι βρίσκεται πίσω από τη συμφωνία

Ενώ η στόχευση της συμφωνίας AUKUS μοιάζει ξεκάθαρη, μια πιο προσεκτική ανάλυση καταδεικνύει τις συνέπειες που ενδέχεται να φέρει στη διεθνή πολιτική σκηνή.

Σύμφωνα με αναλυτές, η συμφωνία αυτή είναι ένα κλασικό παράδειγμα προσπάθειας εξισορρόπησης της ισχύος. Παρόλο που οι AUKUS δεν ανέφεραν ονομαστικά την Κίνα, η πρωτοβουλία είναι κομμένη και ραμμένη για την αποτροπή της κινεζικής απειλής, η οποία εκδηλώθηκε τόσο με τη ναυτική της ισχύ στον Ινδο-Ειρηνικό όσο και με τις αναθεωρητικές της βλέψεις σε διάφορα μέρη του κόσμου. Έτσι οι ΗΠΑ, εξοπλίζοντας την Αυστραλία με πυρηνικά υποβρύχια, βάζουν άλλον έναν ενεργό παίκτη στο παιχνίδι, ο οποίος θα συμπληρώσει το «τείχος» που συγκροτούν ΗΠΑ, Ινδία και Ιαπωνία στη συγκεκριμένη περιοχή.

Ο αναλυτής Stephen Walt εξηγεί όμως ότι, αν και πρόκειται για ένα καλά μελετημένο βήμα, θα χρειαστούν χρόνια για να αποδώσει καρπούς. Δεν πρόκειται για μια άμεση «επίθεση» κατά του Πεκίνου. Όμως αναμένεται ότι θα θέσει σοβαρά προσκόμματα στην επιρροή της Κίνας, ενώ θα καθιερώσει μιαν αξιόπιστη ροή πληροφοριών για τις κινήσεις της στην περιοχή. Έτσι, ακόμα και εάν δεν είναι άμεσα τα οφέλη για τις ΗΠΑ, σε κάποιο βαθμό θα επιβραδύνουν την πορεία της Κίνας προς την περιφερειακή ηγεμονία.

Καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχία της συμφωνίας θα παίξουν οι αντιδράσεις όσων έμειναν απ’ έξω. Για παράδειγμα, η οργισμένη αντίδραση της Γαλλίας θα πρέπει να τύχει σοβαρής αξιολόγησης από τους AUKUS, αφού είναι παίκτης «κλειδί» για την ασφάλεια στη Γηραιά Ήπειρο, περιοχή υψηλού ενδιαφέροντος για τις ΗΠΑ, λόγω της Ρωσίας. Επίσης, η Γαλλία έχει σημαντική επιρροή στον Ινδο-Ειρηνικό και από το 2018 προσπάθησε να πείσει τις Βρυξέλλες να την ακολουθήσουν σε αυτόν τον δρόμο.

Μεγάλο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και η διάσταση των πυρηνικών σε αυτήν τη συμφωνία. Σύμφωνα με το κοινό ανακοινωθέν των τριών εταίρων, «με βάση την κοινή ναυτική ιστορία των δημοκρατιών μας, δεσμευόμαστε για μια κοινή φιλοδοξία να υποστηρίξουμε την Αυστραλία στην απόκτηση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων». Αυτό δεν συνεπάγεται απόκτηση πυρηνικών όπλων και τα νέα υποβρύχια δεν θα φέρουν τέτοια. Εντούτοις, η Αυστραλία ενίοτε τασσόταν κατά της διάδοσης των πυρηνικών, ενώ υπάρχουν ήδη φωνές που εκφράζουν ανησυχία ότι η κίνηση αυτή δεν είναι παρά ένας Δούρειος Ίππος για τη βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας στη χώρα.

Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι αντιδραστήρες που χρησιμοποιούνται στα πυρηνικά υποβρύχια των ΗΠΑ απαιτούν εμπλουτισμένο ουράνιο και η Αυστραλία θα αποκτήσει πρόσβαση σε αυτήν την τεχνολογία καθώς ο στόλος της θα επεκτείνεται. Αυτό από μόνο του είναι ένα βήμα προς την περαιτέρω διάδοση των πυρηνικών, παρά τις διακηρύξεις της Καμπέρας για το αντίθετο.

Τα συμφέροντα των τριών εταίρων

Σε κάθε περίπτωση η χρονική συγκυρία για τον Μπάιντεν ήταν η καλύτερη για να «ξεπλύνει» την άτσαλη υποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Το πρόβλημα της Κίνας από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του βρισκόταν σε προτεραιότητα και φαίνεται ότι βρίσκει τη λύση μέσω του εξοπλισμού με τελευταίας τεχνολογίας υποβρύχια ενός αξιόπιστου εταίρου που βρίσκεται στη γειτονιά του «εχθρού».

Το ζήτημα είναι εάν η κίνηση αυτή θα είναι τόσο επωφελής για τα άλλα δύο μέρη. Για τη Μεγάλη Βρετανία η βαρυσήμαντη αυτή συμφωνία ικανοποιεί τη μετά- Brexit «ματαιοδοξία» για ρόλο και λόγο στις διεθνείς εξελίξεις. Επίσης, εμβαθύνει τη συνεργασία με τον παλαιότερό της σύμμαχο, δημιουργώντας έναν ισχυρισμό συμβολισμό για το κόμμα του Μπόρις Τζόνσον.

Από την άλλη, όμως, δημιουργούνται ερωτήματα κατά πόσον το Λονδίνο και η Καμπέρα είναι πρόθυμες να επωμιστούν το εμπορικό και στρατηγικό κόστος του ανοικτού «πολέμου» με την Κίνα. Επίσης, με τη συμφωνία «βάζουν τα αβγά τους σε ένα καλάθι» και συγκεκριμένα στο αμερικανικό. Μπορεί ο Μπάιντεν να στηρίζει το εγχείρημα της AUKUS αλλά τι θα συμβεί εάν τον διαδεχτεί ο Τραμπ, ο οποίος αρέσκεται στο να διαλύει πολυμερείς συμφωνίες;

Επίσης, ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία θα πρέπει να κοιτάξουν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» που δεν είναι άλλος από τη Γαλλία. Ενώ τα πυρά του Παρισιού συγκεντρώνονται πρωτίστως κατά της Αυστραλίας λόγω της ακύρωσης των συμφωνιών αγοράς των γαλλικών υποβρυχίων, εντούτοις, ο Μπάιντεν θα πρέπει να λογοδοτήσει για τη «θυσία» ενός Ευρωπαίου συμμάχου για να διασφαλίσει τα αμερικανικά συμφέροντα στον Ινδο-Ειρηνικό.

Με τη «θυσία» της Γαλλίας ανοίγει ρήγμα στο ευρωπαϊκό τείχος κατά της Ρωσίας. Η μπάλα αυτόματα παίρνει και το ΝΑΤΟ, το οποίο είχε δεχθεί πλήγμα από τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Έτσι το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ανησυχούν περισσότερο για τη δυσαρέσκεια του Παρισιού, η οποία φέρει σημαντικές προεκτάσεις ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των συμμάχων και τα μηνύματα που στέλνονται προς την Κίνα.

Ακόμα όμως και εάν τα μηνύματα είναι «θετικά» μετά την ανακοίνωση των Μπάιντεν και Μακρόν ότι «δεσμεύονται να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών τους», είναι βέβαιο ότι το πρόβλημα έγκειται όχι τόσο στην εμπορική διάσταση του ζητήματος αλλά στη διάρρηξη της εμπιστοσύνης και με μια συζήτηση δεν ξεπερνιούνται όλα τα προβλήματα από τη μια μέρα στην άλλη.

Η θέση της Ευρώπης

Αναλυτές υποστηρίζουν ότι η συμφωνία AUKUS ήρθε να υπενθυμίσει όλες εκείνες τις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν την ΕΕ, όπως η άγνοια για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, οι λανθασμένες εκτιμήσεις για τη στρατηγική του Μπάιντεν για την Κίνα αλλά και το εκδικητικό διαζύγιο με τη Βρετανία. Όλες αυτές οι αδυναμίες συμπληρώνονται από την αδυναμία λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων λόγω της ύπαρξης του βέτο.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, η ΕΕ δεν έχει πολλά περιθώρια για μανούβρες. Θα μπορούσε μάλιστα να επιλέξει να παραμείνει στο μονοπάτι που ακολουθεί τώρα με κάποιες ανεδαφικές διακηρύξεις όπως εμβάθυνσης της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Εάν θέλει να κινηθεί όμως πιο ρεαλιστικά, θα πρέπει είτε να επιδιώξει να «απογαλακτιστεί» από τις ΗΠΑ και να δημιουργήσει πιο στρατηγικές σχέσεις με την Κίνα είτε αντίθετα να πλησιάσει περισσότερο τους Αμερικανούς και να ενδυναμώσει τους δεσμούς τους.

Σε κάθε περίπτωση αυτή η συμφωνία αναμένεται να έχει οικονομικές, στρατηγικές και πολιτικές συνέπειες για την Ευρώπη και ειδικότερα για τη Γαλλία, η οποία ακόμα είναι άγνωστο τι ρόλο θα παίξει. Είναι η μόνη ευρωπαϊκή δύναμη με αντίκρισμα στον Ινδο-Ειρηνικό και πλέον είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ που διαθέτει πυρηνικά. Αν και υπάρχει το ιστορικό παράδειγμα της ρήξης με τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς επί Σαρλ ντε Γκωλ, η Γαλλία φρόντισε να διαβεβαιώσει ότι η συνεργασία της με την Αυστραλία και τις ΗΠΑ θα συνεχιστεί. Φυσικά, ρόλο θα παίξει τι θα αποφασίσει μακροπρόθεσμα και ποιες συνέπειες θα έχει.

Δεν πρέπει να λησμονείται ότι από τον Ιανουάριο του 2022 και μέχρι τα τέλη του Ιουνίου η Γαλλία αναλαμβάνει την Προεδρία της ΕΕ, χρονική περίοδος που συμπίπτει με το «κενό εξουσίας» που θα αφήσει η Καγκελάριος της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ. Αυτό δημιουργεί μια γεωπολιτική δυναμική για τον Μακρόν και τη χώρα του και τίθεται το ζήτημα κατά πόσον και με ποιο τρόπο θα την αξιοποιήσει.

(Δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 26/09/2021)