Ναυπηγεία, φρεγάτες, Ticonderoga: μια σύνοψη



Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Κατά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον τον Ιανουάριο του 2020, ένα από τα θέματα που έθεσε και συζήτησε με τον πρόεδρο Τραμπ, ήταν το μέλλον των Ναυπηγείων Ελευσίνος και η σύνδεσή του με την διάσταση της διμερούς συνεργασίας στον τομέα της ενέργειας και των πλοίων LNG. Η αμερικανική ανταπόκριση ήταν η εκδήλωση ενδιαφέροντος της κρατικής Διεθνούς Επιχείρησης Οικονομικής Ανάπτυξης (DFC) να υποστηρίξει την επενδυτική πρόταση που είχε υποβάλει η αμερικανική ONEX Shipyards για τα συγκεκριμένα ναυπηγεία.

Την εποχή εκείνη, ευρίσκοντο σε εξέλιξη απευθείας συνομιλίες με την γαλλική Naval Group για προμήθεια 2 φρεγατών Belh@rra. Αλλά από την άνοιξη του 2019 η αμερικανική Lockheed Martin είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για πρόταση νέας φρεγάτας, μαζί με ελικόπτερα MH-60R κ.λπ.

Σε συνέντευξη στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Βασίλης Νέδος) στις 7 Ιουνίου 2020, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα έφερε στο προσκήνιο για πρώτη φορά επισήμως το πλαίσιο συζητήσεως με την ελληνική κυβέρνηση,  που συνέδεε ευθέως ένα πρόγραμμα φρεγατών για το Πολεμικό Ναυτικό και τα ναυπηγεία Ελευσίνος: «Θα ήταν τεράστιο βήμα εάν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε μια επιλογή για την επόμενη γενιά φρεγατών της Ελλάδας και να κάνουμε τη συμπαραγωγή τους στην Ελευσίνα“».

Λίγο αργότερα, στις 12 Σεπτεμβρίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε την πρόθεση προμήθειας 4 φρεγατών “πολλαπλού ρόλου”, τερματίζοντας τις απευθείας συνομιλίες με την γαλλική Naval Group. Ήταν προφανές ότι η αμερικανική πλευρά συνέδεε την υποστήριξη της επενδυτικής προτάσεως της αμερικανικής ONEX για τα Ναυπηγεία Ελευσίνος από την DFC, με αντάλλαγμα την ανάθεση ενός σοβαρού ναυπηγικού έργου σε αμερικανική εταιρεία. Ο προσδιορισμός του αντικειμένου του προγράμματος νέων φρεγατών σε “πολλαπλού ρόλου” από τον πρωθυπουργό, ευνοούσε την αμερικανική Lockheed Martin, η οποία δεν μπορούσε να προσφέρει άλλον τύπο φρεγάτας. Επί της ουσίας, η ελληνική κυβέρνηση “έκοψε κι έραψε” το πρόγραμμα στα αμερικανικά μέτρα. Στις 30 Οκτωβρίου εξάλλου, και ενώ είχαν αρχίσει να έρχονται προτάσεις διαφόρων οίκων, το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο (ΑΝΣ) εισηγήθηκε υπέρ της αμερικανικής φρεγάτας, στο πλαίσιο μιας συνολικής λύσεως.

Η σύνδεση του προγράμματος νέων φρεγατών με τα Ναυπηγεία Ελευσίνος, επιβεβαιώθηκε έκτοτε από τοποθετήσεις κυρίως του υπουργού Ανάπτυξης & Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη. Τελευταία φορά ήταν στις 22 Ιουνίου 2021, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο POWER GAME (Βαγγέλης Μανδραβέλης) όταν ανέφερε: «Τα Ναυπηγεία Ελευσίνας αν δεν εμπλακούν στις φρεγάτες, θα αναγκασθούμε να τα οδηγήσουμε σε εκκαθάριση. Δεν υπάρχει κανένας ιδιώτης επενδυτής που θα έρθει να τοποθετήσει τα κεφάλαια που απαιτούνται για τη διάσωση και να επωμισθεί χρέη ύψους άνω των 400 εκατ. ευρώ, χωρίς να λάβει μια σοβαρή παραγγελία από το ελληνικό κράτος. Τα χρέη τελικά είναι διπλάσια απ’ ότι αρχικά υπολογίζαμε και είναι προφανές ότι αυτό δυσχεραίνει την εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή».

Καθώς μόνο η ONEX είχε εκφράσει ενδιαφέρον, για να διασώσει τα προσχήματα ο υπουργός συνέχισε: «Μέσα όμως από το πρόγραμμα των φρεγατών υπάρχουν αρκετοί ενδιαφερόμενοι και είμαι αρκετά αισιόδοξος ότι, όποια χώρα και αν επιλεγεί για τη ναυπήγηση των φρεγατών, θα βρεθεί και η εταιρεία που θα συμβάλει και στην εξυγίανση των ναυπηγείων Ελευσίνας. Και χρειάζονται τα Ναυπηγεία Ελευσίνας για την ναυπήγηση φρεγατών στην Ελλάδα». Στην πραγματικότητα, καμμία από τις άλλες εταιρείες που έχουν καταθέσει προτάσεις για το πρόγραμμα φρεγατών, δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την εξυγίανση των Ναυπηγείων Ελευσίνος.

Από τις 7 Σεπτεμβρίου 2021 η ΟΝΕΧ γνωστοποίησε στην ελληνική κυβέρνηση την επίτευξη συμφωνίας με την DFC για την υποστήριξη της προτάσεώς της. Η αμερικανική εταιρεία είχε θέσει θέμα γενναίας περικοπής των υποχρεώσεων των ναυπηγείων, τα οποία όπως είχαμε αποκαλύψει μέχρι τον Μάιο του 2021 ανήρχοντο σε 433 εκατ. €. Στην πρότασή της η ONEX δέχεται να καλύψει υποχρεώσεις 235 εκατ. €, με καταβολή σε 100 δόσεις, που κατά βάση αφορούν 150 εκατ. € τα οποία πρέπει να επιστραφούν στο Πολεμικό Ναυτικό, 35 εκατ. € για μισθούς εργαζομένων κ.λπ. Από εκεί και πέρα, υπόσχεται επενδύσεις στις υποδομές των ναυπηγείων σε βάθος δεκαετίας. Η πρόταση προβλέπει διαχωρισμό σε δύο εταιρείες, μία για τον εμπορικό κλάδο και μία για δραστηριότητες στον αμυντικό τομέα.

Αποφασιστικό ρόλο στην τελική επιβεβαίωση από πλευράς DFC της υποστηρίξεως προς την ONEX, διαδραμάτισε και ο πρόεδρος της επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μενέντεζ, ο οποίος στα τέλη Αυγούστου επισκέφθηκε την Αθήνα.

Έτσι έχει εξελιχθεί μέχρι σήμερα η κατάσταση ως προς το πολιτικό της σκέλος.

Η επιχειρησιακή διάσταση

Στον τομέα της δραστηριότητος που αφορά την αξιολόγηση των υποψηφίων φρεγατών, αμέσως μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού τον Σεπτέμβριο του 2020, ξένοι ναυπηγικοί οίκοι άρχισαν να καταθέτουν προτάσεις. Επρόκειτο για αρχικές και γενικές προτάσεις χαρακτηριστικών πλοίων και κόστους, επί των οποίων έγινε μια κατ’ αρχήν αξιολόγηση από το Πολεμικό Ναυτικό. Η γνωμοδότηση περί αυτών, παρουσιάσθηκε στον πρωθυπουργό στις 5 Ιουνίου 2021 και αποφασίσθηκε η απόρριψη της ισπανικής προτάσεως για την F110 αλλά και, όπως αποκαλύψαμε, της γερμανικής ΜΕΚΟ Α300. Στην διαδικασία παρέμειναν οι προτάσεις από Γαλλία (FDI HN), Γερμανία (MEKO A200), Ηνωμένο Βασίλειο (Arrowhead 140), ΗΠΑ (MMSC), Ιταλία (FREMM), Ολλανδία (SIGMA 11515 HN).

Το ενδιαφέρον είναι ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η ενημέρωση και η λήψη αποφάσεων του πρωθυπουργού, το Πολεμικό Ναυτικό είχε προχωρήσει ήδη στην ενημέρωση των ενδιαφερομένων οίκων για τις “ειδικές” απαιτήσεις που είχε ως προς βελτιώσεις και νέες προσθήκες στα υποψήφια πλοία, από τις οποίες αναμένεται αύξηση του κόστους. Αυτή η νέα φάση στην αξιολόγηση εκδηλώθηκε την άνοιξη και στο πλαίσιο αυτό, στις 22 Μαρτίου 2021 εστάλη στις ΗΠΑ η LOR με την οποία ζητούντο στοιχεία για την νέα διαμόρφωση φρεγάτας, την οποία η Lockheed Martin ονόμασε πλέον HF2. Οι νέες προσφορές έχουν ισχύ μέχρι τον Νοέμβριο του 2021.

Το σημαντικό στην συγκεκριμένη φάση, ήταν ότι τα στοιχεία “ελληνικής διαμορφώσεως” των φρεγατών που ζήτησε το Πολεμικό Ναυτικό από όλους τους οίκους, αφορούσαν την εξασφάλιση ενισχυμένων ικανοτήτων αντιαεροπορικής αμύνης. Αυτό έχει την εξήγηση ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 το Πολεμικό Ναυτικό έχει προσδιορίσει ανάγκη αποκτήσεως φρεγατών αντιαεροπορικής αμύνης, επιχειρησιακή απαίτηση η οποία μάλιστα διατηρείται στην Νέα Δομή Δυνάμεων που ενέκρινε η κυβέρνηση στις 28 Απριλίου 2021!

Οι απαντήσεις που ελήφθησαν από τους ξένους οίκους μέχρι και τις αρχές του θέρους (η διαδικασία συνεχίσθηκε) ανέδειξαν τα περιθώρια αλλά και τα όρια επαυξήσεως ικανοτήτων του κάθε σχεδίου. Στην φάση αυτή επιβεβαιώθηκε ότι η αμερικανική HF2 υστερεί έναντι όλων των άλλων και σε αυτό το σκέλος, όπως άλλωστε μαρτυρούν τα μόνο 11 κελιά καθέτου εκτοξεύσεως βλημάτων που προτείνονται για την “ελληνική διαμόρφωση” ενώ διακρίθηκε η ολλανδική πρόταση της SIGMA 11515 HN.

Τα ανωτέρω, δεν επηρεάζουν την προνομιακή αντιμετώπιση της αμερικανικής υποψηφιότητος από την κυβέρνηση. Καθώς η υπόθεση των Ναυπηγείων Ελευσίνος αναμένεται να διευθετηθεί το προσεχές διάστημα, παραλλήλως με την ανανέωση και της MDCA, το αμερικανικό αποτύπωμα στην χώρα ενισχύεται. Στην κοινή γνώμη όμως, δεν έχει καταστεί αντιληπτό ότι ενώ υπάρχουν ανώτερες υποψηφιότητες φρεγατών από πλευράς επιχειρησιακών χαρακτηριστικών, η ανυπαρξία επενδυτικής προτάσεως των συγκεκριμένων οίκων για τα ναυπηγεία, αυτομάτως τους φέρνει σε μειονεκτική θέση συνολικώς στα όμματα της ελληνικής κυβερνήσεως. Επιπλέον, παρατηρείται αδυναμία κατανοήσεως ότι ανεξαρτήτως εισηγήσεως του Πολεμικού Ναυτικού, το οποίο είναι απολύτως φυσιολογικό να έχει λάβει κατευθύνσεις από την κυβέρνηση ως προς τους χειρισμούς του, την τελική απόφαση θα λάβει η κυβέρνηση. Σε ένα τέτοιο κλίμα, παρατηρείται άρνηση αποδοχής ότι εάν υπήρχε μόνο η διάσταση των επιχειρησιακών κριτηρίων, η αμερικανική υποψηφιότητα θα είχε απορριφθεί εξαρχής αλλά παραμένει λόγω πολιτικής υποστηρίξεως εκ του ειδικού βάρους που έχει η υπόθεση των ναυπηγείων κ.λπ.

Ενδιάμεση λύση

Στην πτυχή της ενδιάμεσης λύσης, από το καλοκαίρι ήδη, η Lockheed Martin, από κοινού με το Ναυτικό των ΗΠΑ, κατέληξε σε εναλλακτικές επιλογές παραχωρήσεως μεταχειρισμένων πλοίων. Παραλλήλως, προωθούσε στο Κονγκρέσο την συμπερίληψη στον υπό ψήφιση αμυντικό προϋπολογισμό του 2022 προνοίας για την δυνατότητα προσφοράς ενδιάμεσης λύσης για το πρόγραμμά της στην Ελλάδα. Προς αυτή την κατεύθυνση συνετέλεσε αποφασιστικώς και ο γερουσιαστής Μενέντεζ.

Το αποτέλεσμα ήταν στο προσχέδιο του αμυντικού προϋπολογισμού 2022 που εκδόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου από την Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων να ζητείται από τον υπουργό Ναυτικού να παρουσιάσει έκθεση μέχρι τις 1 Μαρτίου 2022 για την «βιωσιμότητα της μεταβιβάσεως σε συμμαχικά ναυτικά πλοίων τα οποία σχεδιάζεται να παροπλισθούν, συμπεριλαμβανομένων Καταδρομικών Κλάσεως Ticonderoga και LCS. Η έκθεση θα πρέπει να διερευνά όλες τις πιθανότητες, με το σχετικό κόστος και κινδύνους κατά την πραγματοποίηση της μεταβιβάσεως, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους μεταβιβάσεως ή ενός πιθανού μηχανισμού μισθώσεως που θα επιτρέπει την τελική επιστροφή στο Ναυτικό των ΗΠΑ με την ολοκλήρωση του χρόνου μισθώσεως. Η έκθεση θα πρέπει επίσης να εξετάσει τροποποιήσεις και επισκευές που θα ήταν απαραίτητες για την αντιμετώπιση επιχειρησιακών ελλείψεων και άλλες τροποποιήσεις απαραίτητες για επιχειρήσεις από συμμαχικά ναυτικά».

H παραχώρηση LCS ως ενδιάμεση λύση ήταν η αρχική ιδέα της Lockheed Martin ωστόσο, το ενδιαφέρον του Πολεμικού Ναυτικού για αντιτορπιλικά κλάσεως Arleigh Burke οδήγησε στην εναλλακτική των Ticonderoga. Το Ναυτικό των ΗΠΑ καλείται να παρουσιάσει λεπτομερείς προτάσεις κόστους για ενδεχομένη μίσθωση ή και πλήρη μεταβίβαση των πλοίων, ώστε η ελληνική πλευρά να επιλέξει.

Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι η προσφορά των Ticonderoga και LCS, αφορά την ανταπόκριση της αμερικανικής κυβερνήσεως στο πλαίσιο μιας διακρατικής συμφωνίας για τις HF2. Το ζήτημα των ανταλλαγμάτων εξ αφορμής της ανανεώσεως της MDCA τον προσεχή Οκτώβριο, είναι άλλη υπόθεση. Εδώ, υποτίθεται ότι η ελληνική πλευρά έχει εκφράσει αίτημα για Arleigh Burke και, παρά την αρνητική στάση των ΗΠΑ, θεωρητικώς εξακολουθεί να υφίσταται.

Επί της ουσίας, η πρόταση της HF2, αν και υστερεί επί των σημείων έναντι του ανταγωνισμού, παρουσιάζεται ως αρκούντος ικανοποιητική ως φρεγάτα “πολλαπλού ρόλου”. Η “λογική” της αμερικανικής επιλογής, προτάσσει την επικέντρωση της προσοχής στην “μεγάλη εικόνα”, δηλαδή στην πολιτική διάσταση του προγράμματος. Τοιουτοτρόπως, στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού έχει καλλιεργηθεί εξαρχής η αντίληψη της αποδοχής των HF2 ως ούτως ή άλλως ασυγκρίτως ανωτέρων των φρεγατών που θα αντικαταστήσουν ενώ η επιχειρησιακή απαίτηση για κύριες μονάδες αυξημένων ικανοτήτων αντιαεροπορικής αμύνης θα εξυπηρετηθεί προσωρινώς από την παραχώρηση Ticonderoga. 

Στους κύκλους του Πολεμικού Ναυτικού επίσης, το βλέμμα είναι στραμμένο προς την νέα φρεγάτα του Ναυτικού των ΗΠΑ, την κλάση Constellation. Πιθανή προμήθειά τους στο μέλλον, θα επιτρέψει την αντικατάσταση των Ticonderoga. Την αντίληψη αυτή πρότεινε το ΑΝΣ στις 30 Οκτωβρίου 2020, εισηγούμενο μια λύση – πακέτο από τις ΗΠΑ για το πρόγραμμα νέων φρεγατών, τον εκσυγχρονισμό των ΜΕΚΟ 200, την παραχώρηση ενδιάμεσης λύσης και την συμμετοχή υπό καθεστώς εταίρου κάποιας μορφής, στο πρόγραμμα του Ναυτικού των ΗΠΑ για τις Constellation. Τέτοια διάσταση όμως δεν φαίνεται να έχει τεθεί από πλευράς Lockheed Martin, πέραν της προοπτικής επισκευών μονάδων του αμερικανικού 6ου Στόλου στα Ναυπηγεία Ελευσίνος. Το έργο των Constellation έχει αναλάβει η αμερικανική Fincantieri Marinette Marine, η οποία ανήκει στην ιταλική Fincantieri Marine Group Holdings, Inc. ενώ μειοψηφικό πακέτο μετοχών κατέχει η Lockheed Martin. Όμως η Fincantieri που επί της προηγουμένης κυβερνήσεως είχε επιδείξει ενδιαφέρον για τα Ναυπηγεία Ελευσίνος, αποσύρθηκε όταν κατέστη αντιληπτό ότι η Αθήνα ευνοούσε την ONEX.

Εκ των ανωτέρω, είναι σαφές ότι για την ελληνική κυβέρνηση προέχει η εξεύρεση λύσεως για τα Ναυπηγεία Ελευσίνος και η ευρύτερη οικονομική διάσταση από μια τέτοια επένδυση. Στο πλαίσιο αυτό, απλώς η επιχειρησιακή απαίτηση του Πολεμικού Ναυτικού προσαρμόσθηκε στο μέτρο των δυνατοτήτων ανταποκρίσεως της μόνης πλευράς η οποία είχε ενδιαφερθεί για τα ναυπηγεία. Ο «Νόμος περί Άμυνας και Διακοινοβουλευτικής Εταιρικής Σχέσης ΗΠΑ – Ελλάδας 2021» που πρότειναν οι γερουσιαστές Μενέντεζ – Ρούμπιο και έχει κατ’ αρχάς ψηθισθεί από τον περασμένο Ιούνιο, οι πρόνοιες του αμυντικού προϋπολογισμού 2022 και η επικείμενη ανανέωση της συμφωνίας MDCA, αποτυπώνουν το υψηλό ενδιαφέρον και της αμερικανικής κυβερνήσεως σε πολιτικό, οικονομικό, εμπορικό και στρατιωτικό επίπεδο.