Ελληνοτουρκικά: Το 2022 δεν θα φέρει πιο κοντά μια βιώσιμη ειρήνη



Τι θέλουμε από την Τουρκία; Όπως εξηγώ από χρόνια, οι προϋποθέσεις διαμόρφωσης των συνθηκών για μια βιώσιμη ειρήνη (sustainable peace) και όχι η συνεχής αποφυγή των θρυλούμενων «θερμών επεισοδίων» θα έπρεπε να συγκροτούν τον πυρήνα των ελληνικών επιδιώξεων.

Κώστας Λάβδας*

Με τον όρο βιώσιμη ειρήνη εννοούμε μια κατάσταση ειρηνικής συνύπαρξης που έχει καλές πιθανότητες επιβίωσης μακροπρόθεσμα. Είναι το αποτέλεσμα μιας παγιωμένης συγκυρίας στην οποία οι δρώντες τείνουν να συγκλίνουν στην προτεραιοποίηση του μακροπρόθεσμου ορίζοντα συνεργασίας σε σχέση με περισσότερο άμεσα ερεθίσματα (βλ. Κ. Λάβδας, Δ. Ξενάκης & Δ. Χρυσοχόου, επιμ., Κατευθύνσεις στη Μελέτη των Διεθνών Σχέσεων, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2010).

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι δυνατότητες για βιώσιμη ειρήνη θα εξαρτηθούν από έναν αστερισμό που θα ενσωματώσει όσο δυνατόν περισσότερο τη διμερή σχεσιακή διάσταση στο επίπεδο των ευρύτερων πολυμερών συνεργασιών, ενώ ταυτόχρονα θα εστιάζει την κουλτούρα των διμερών αλληλεπιδράσεων κατά το δυνατόν μακριά από τον άμεσο ανταγωνισμό. Αυτό συνεπάγεται τον συνδυασμό της σταδιακής παγίωσης μιας προσέγγισης στις διμερείς σχέσεις που βασίζεται σε έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα συνεργασίας που ευνοεί μια αντίληψη για αύξηση του απόλυτου (όχι σχετικού) κέρδους για το κάθε μέρος, παράλληλα με τη διατήρηση συνθηκών που ευνοούν την προσλαμβανόμενη ισορροπία μεικτών στρατηγικών ικανοτήτων στα μεταβαλλόμενα διμερή και πολυμερή πλαίσια.

Η προσλαμβανόμενη ισορροπία των μεικτών στρατηγικών ικανοτήτων αναφέρεται σε μια ποικιλία διαστάσεων ήπιας και σκληρής ισχύος, συμπεριλαμβανομένων συμβολικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών διαστάσεων, πολλές από τις οποίες δεν είναι απαραίτητο να αφορούν (και να ανησυχούν) το άλλο μέρος. Και παραμένει ως επί το πλείστον αδιάφορη αναφορικά με τα σχετικά κέρδη του άλλου μέρους.

Απόλυτη (όχι σχετική με το άλλο μέρος) αποτίμηση των κερδών, μακροπρόθεσμος (όχι άμεσος) ορίζοντας συνεργασίας μαζί του. Αυτά είναι, με δυο λόγια, τα θεμελιώδη σημεία που μπορούν να ευνοήσουν (χωρίς να εγγυώνται) την ανάπτυξη της βιώσιμης ειρήνης. Με όλα τα σοβαρότατα προβλήματα της, η Ευρωπαϊκή ενοποίηση έτεινε και σε ένα βαθμό τείνει να προωθεί – με τρόπο ενίοτε ασύμμετρο – μια ειδική εκδοχή αυτής της προσέγγισης στην ειρηνική συνύπαρξη.

Θεωρητικά, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία θα μπορούσαν να επωφεληθούν ταυτόχρονα από την ενίσχυση των μεικτών στρατηγικών ικανοτήτων τους στα επιλεγμένα πεδία προτιμησιακής αναφοράς τους, γεωγραφικά, πολιτισμικά ή πολιτικά, εφόσον τα οφέλη που προκύπτουν από μια τέτοια ενίσχυση δεν επηρεάζουν άμεσα τα ζητήματα των πεδίων διαμάχης μεταξύ των δύο.

Ωστόσο, παρά τα διάφορα φιλόδοξα που έχουν κατά καιρούς ακουστεί (και διαψευστεί), οι αλληλεπιδράσεις της Άγκυρας με την Αθήνα δεν έχουν καμία απολύτως αναφορά σε αυτό το πλαίσιο. Για να σπάσουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τον κύκλο της επανερχόμενης σύγκρουσης και της παροδικής ύφεσης θα απαιτείτο κάτι πολύ περισσότερο από μια γενναιόδωρη δόση πολιτικής βούλησης ή ένα σύνολο ευνοϊκών συνθηκών. Θα απαιτείτο ένας ιδιαίτερος συνδυασμός αμοιβαίας και ισόρροπης δέσμευσης από ισχυρούς εσωτερικούς δρώντες και στις δύο χώρες και ένα σύνολο ενθαρρυντικών διεθνών και διεθνικών συγκυριών που θα συνέδεαν τη διαρκή βελτίωση των διμερών σχέσεων με ευρύτερους στόχους και προσανατολισμούς των δύο χωρών.

Οι καλές εμπορικές σχέσεις, από μόνες τους, δεν οδηγούν σε βιώσιμη ειρήνη. Για διάφορους λόγους, το ίδιο ισχύει και για το μέλλον της Τουρκίας στην ΕΕ. Το πλοίο έχει σαλπάρει για την ένταξη, παρότι από θεσμική άποψη η υποψηφιότητα υποτίθεται ότι παραμένει ανοικτή. Ένα ειδικό καθεστώς (το πιο πιθανό μέλλον για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας) μπορεί να προωθήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μόνο εάν περιλαμβάνει πολλά στοιχεία πέραν της ρύθμισης των εμπορικών και οικονομικών δεσμών.

Αυτό θα απαιτούσε τη σύναψη μιας συνολικής συμφωνίας μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας που θα περιλαμβάνει προβλέψεις που θα θίγουν ευθέως το γεωπολιτικό status quo και τις ισορροπίες ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, προβλέψεις επαρκείς για να κατευνάσουν τις σοβαρές ανησυχίες των κρατών μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Κύπρου, σχετικά με τον αναθεωρητικό σχεδιασμό της Άγκυρας. Με τη σειρά της, η επίτευξη μιας τέτοιας συνολικής συμφωνίας θα προϋπέθετε μια καλύτερη ατμόσφαιρα και ένα βελτιωμένο σύνολο συνθηκών. Κάτι που δεν υφίσταται.

Με δυο λόγια, τι να περιμένουμε τώρα, στην αλλαγή του χρόνου; Η σημερινή τουρκική πολιτική σκηνή, αλλά και οι μακροχρόνιες επιδιώξεις της γείτονος στο Αιγαίο και την Κύπρο, πιο πρόσφατα και στο σύνολο της «γαλάζιας πατρίδας», καθιστούν άνευ νοήματος τις αναζητήσεις για μια συνολική αναβάθμιση των σχέσεων. Ένας ορισμένος μαξιμαλισμός πράγματι υφίσταται στην ελληνική πλευρά, όμως πρόκειται για τον ουτοπικό μαξιμαλισμό της ανεδαφικής «συμφιλίωσης» που ξεπροβάλλει κάθε φορά που η κατάσταση δεν είναι απολύτως, άμεσα, καταφανώς ψυχροπολεμική στις σχέσεις των δυο χωρών.

Μέσα στον καταιγισμό αναλύσεων και σχολιασμών από ειδικούς, ημι-ειδικούς και άσχετους, έχει γίνει δυσχερής η αποτίμηση της σημερινής συγκυρίας. Ειδικά όταν κάποιοι που πριν δυο, μόλις, χρόνια, αγνοούσαν τις προβληματικές ισορροπίες ισχύος, νόμιζαν ότι ζουν σε ένα καντιανό σύμπαν, έβλεπαν προσέγγιση και «ιστορικό συμβιβασμό» με την Τουρκία, εμφανίζονται σήμερα ως διαπρύσιοι υποστηρικτές της ενισχυμένης αποτροπής.

Όμως ούτε οι έννοιες ούτε οι στρατηγικές αποτελούν εργαλειοθήκη γρήγορης και κατά το δοκούν εφαρμογής, όπως δυστυχώς νομίζουν πολλοί. Έχουν προϋποθέσεις και οδηγούν σε δεσμεύσεις. Ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που έρχεται ως απόρροια εξελίξεων της τελευταίας στιγμής, μπορεί να είναι αναμφισβήτητα απολύτως απαραίτητο, αλλά δεν θα πείσει (άρα θα έχει σχετικά μειωμένη αποτρεπτική αξία) όσο ένα πρόγραμμα που κτίζεται με επίγνωση και στρατηγική συνέπεια.

Σε κάθε περίπτωση, εάν οι σχέσεις της Δύσης με την Ρωσία και την Κίνα δεν επιδεινωθούν περαιτέρω το 2022, η Άγκυρα δεν θα πιεστεί να επιλέξει. Θα εξακολουθήσει να διαδραματίζει τον ρόλο του επιτήδειου ακροβάτη, χρήσιμου στην Ρωσία για την περαιτέρω διάνοιξη των ρωγμών στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ.

Τα δυο πιθανά σημεία ανάφλεξης, Ουκρανία και Ταϊβάν, που αντανακλούν, αντίστοιχα, τις εντάσεις στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία και την Κίνα, δεν αναμένεται να δώσουν σύγκρουση στο αμέσως επόμενο διάστημα. Ειδικά η Κίνα, δεν αναμένεται να επιδιώξει περαιτέρω όξυνση μέσα στο 2022. Σε συνθήκες οικονομικής επιβράδυνσης, ετοιμάζεται τόσο για τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες τον Φεβρουάριο 2022 όσο και για το 20ο συνέδριο του ΚΚ Κίνας που θα εκλέξει τον Πρόεδρο Σι Τζιπινγκ για τρίτη συνεχόμενη θητεία γενικό γραμματέα του κόμματος το φθινόπωρο του 2022.

Παράλληλα, πρέπει να θυμόμαστε ότι η ΕΕ και η Κίνα (όχι η Ρωσία) παραμένουν κύριοι εμπορικοί εταίροι της Τουρκίας. Με το Κατάρ, σε ένα βαθμό και τα Εμιράτα, να αποτελούν πια έναν από μηχανής θεό. Ωστόσο η οικονομία της γείτονος έχει και ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που, μεταξύ άλλων, δυσκολεύουν την εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ένα παράδειγμα είναι οι δημόσιες προμήθειες που στην Τουρκία παραμένουν σε ποσοστό ως προς την αξία άνω του 95% από τουρκικές εταιρείες (σε ποσοστό αριθμού συμβολαίων αυτό ξεπερνά το 98%), με προφανή σημασία για την κυβέρνηση του AKP και τα ισχυρά πελατειακά δίκτυα της.

Ο Ερντογάν έχει πια επενδύσει και στο πολιτικό Ισλάμ σε επίπεδο τόσο διεθνές όσο και διεθνικό. Αυτό, μεταξύ άλλων, καθιστά και την προσέγγιση με το καθεστώς Σίσι στην Αίγυπτο εξαιρετικά δύσκολη, όσο και αν προσπαθεί τώρα η Άγκυρα. Είναι σαφές ότι ο Ερντογάν έχει ανοίξει υπερβολικά πολλά μέτωπα αλλά κρατά και πολλές πόρτες ανοικτές. Δεν θα προκαλέσει πλήρη ρήξη με τη Δύση, αλλά παράλληλα θα αγνοήσει σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο τις συγκεκριμένες προειδοποιήσεις για τους S-400.

Είχαμε κατά καιρούς προειδοποιήσει για τις περίφημες κυρώσεις που δεν θα έρχονταν και πάντως δεν θα αφορούσαν τα κρίσιμα για την Τουρκία πεδία. Επίσης, σε σχέση με τις περίφημες διερευνητικές συνομιλίες, είχαμε εξηγήσει ότι οι ουσιαστικότερες προϋποθέσεις δεν είναι αυτές που αναφέρονται στις συνομιλίες, αλλά αυτές που αφορούν τις συνθήκες μέσα στις οποίες κάθε φορά διεξάγονται οι συνομιλίες.

Από το 2017 επιμείναμε συνεχώς ότι υπήρχε ανάγκη άμεσης βελτίωσης στην ισορροπία δυνάμεων και ότι η Γαλλία – της οποίας η στρατηγική στην Μεσόγειο και την Αφρική δεν είναι συμβατή με τις νέο-Οθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν – μπορούσε να βοηθήσει με τρόπο απτό και άμεσο. Εξακολουθεί να ισχύει ότι το κτίσιμο αποτελεσματικότερης ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος θα πρέπει να είναι βασικό μέλημα του χρόνου τον οποίο κερδίζουμε με επαφές και συνομιλίες. Όχι διότι επιθυμούμε να αποτύχουν, αλλά διότι οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη και αυτό το σενάριο. Η στενότερη διμερής συνεργασία με τις ΗΠΑ μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο σε αυτό το πεδίο.

Ουσιαστική προϋπόθεση προσέγγισης συνιστούν οι εσωτερικές συνθήκες στην Τουρκία. Είτε μέσα από οικονομική έκρηξη είτε λόγω πολιτικής κρίσης, μόνο μια Τουρκία που εγκαταλείπει το μοντέλο εθνικιστικής κινητοποίησης με τις νέο-Οθωμανικές βλέψεις του στον μουσουλμανικό κόσμο, μόνο μια τέτοια Τουρκία θα μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον εταίρο για βιώσιμη ειρήνη.

Όπως έχω εξηγήσει κατ’επανάληψη, αυτό που στρατηγικά έχει λόγο να επιθυμεί η Ελλάδα για τις σχέσεις με την Τουρκία είναι μια βιώσιμη ειρήνη που δεν υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Κάθε αποκλιμάκωση είναι προφανώς καλοδεχούμενη. Αλλά η επίτευξη σχετικής ισορροπίας δυνάμεων απέναντι σε μια γείτονα με αναθεωρητικές τάσεις αποτελεί προϋπόθεση για διάλογο και –εάν οι εξελισσόμενες συνθήκες κάποια στιγμή το ευνοήσουν– για βιώσιμη ειρήνη. Το 2022 θα είναι και αυτό έτος εγρήγορσης, εντατικοποίησης των διπλωματικών προσπαθειών, κτισίματος συμμαχιών του αύριο και συνεχούς ενίσχυσης της αποτροπής.

Συμπερασματικά

Στην πραγματικότητα, παρά τα όσα βαρύγδουπα διακινούνται κάθε πρωτοχρονιά, προβλέψεις δεν γίνονται στη διεθνή πολιτική. Διατυπώνονται πιθανά σενάρια και αναλύονται οι παράμετροι πιθανής προσαρμογής των επιμέρους σεναρίων στις εμπειρικές εξελίξεις. Σε τελική ανάλυση, οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για μια ουσιαστική και αμοιβαία αποδεκτή πρόοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αφορούν είτε τη διαμόρφωση ριζικά καλύτερων συνθηκών στην προσλαμβανόμενη ισορροπία δυνάμεων (οπότε το κόστος της σύγκρουσης αυξάνεται), είτε κάποιες ριζικά νέες εξελίξεις στην ίδια την Τουρκία. Το πρόβλημα με την Τουρκία βρίσκεται στην Τουρκία.

Βεβαίως, σε όλα τα πολιτικά συστήματα μπορεί να υφίσταται και εκμετάλλευση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι όμως εντελώς λανθασμένο και επικίνδυνα παραπλανητικό να αποδίδεται σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τα αδιέξοδα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε έναν υποτιθέμενο ελληνικό εθνικισμό και «μαξιμαλισμό». Όπως έγινε με την Ιταλία και την Αίγυπτο, η Ελλάδα ξέρει να συμβιβάζεται επ’ αμοιβαίο όφελος με χώρες που συνδιαλέγονται και επιζητούν την ειρηνική συμβίωση.

Ευτυχώς, η Ελλάδα μόλις τώρα αρχίζει –όχι χωρίς δυσκολία– να κάνει πραγματικά βήματα προς την κατεύθυνση της διόρθωσης της ανισορροπίας ισχύος με την Τουρκία. Μιας ανισορροπίας που λόγω και της οικονομικής κρίσης είχε καταστεί εξαιρετικά επικίνδυνη. Δυστυχώς, στην ελληνική πλευρά, η αποφασιστικότητα για αποτελεσματική αποτροπή είναι πολιτικά εύθραυστη και ευάλωτη στις αλλαγές τάσεων τόσο εντός όσο και μεταξύ των κυβερνήσεων. Δεν είναι ο εθνικισμός αλλά η φινλανδοποίηση που κινδυνεύει να καταστεί αποτέλεσμα των εσωτερικών πολιτικών διεργασιών στην ελληνική περίπτωση. Μόλις πριν λίγες ημέρες, η αξιωματική αντιπολίτευση καταψήφισε τις αμυντικές δαπάνες.

Στην τουρκική πλευρά, η εντατικοποίηση των αναθεωρητικών σχεδίων αποτελεί λογική συνέχεια μιας μακροχρόνιας στρατηγικής αναζήτησης ζωτικού χώρου και καθιέρωσής της χώρας όχι μόνον ως χερσαίας αλλά και ως θαλάσσιας δύναμης. Ανεξαρτήτως του μέλλοντος του προέδρου Ερντογάν, το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα είναι ζοφερό αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στις δυο προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν: ριζική αλλαγή στην προσλαμβανόμενη ισορροπία δυνάμεων και ριζική αλλαγή στην ίδια την Τουρκία. Για το δεύτερο δεν έχουμε λόγο, οπότε ας επικεντρωθούμε στο πρώτο.

* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη.