Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί ως «αιχμή του δόρατος» της τουρκικής υψηλής στρατηγικής & ο αντίκτυπος των δηλώσεων Μπαχτσελί στους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Ελλάδας



Ο κ. Ντεβλέτ Μπαχτσελί (γενν. 1 Ιανουαρίου 1948) είναι, από τις 6 Ιουλίου του 1997, ο ηγέτης του τουρκικού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), μιας ακροδεξιάς παράταξης με υπερεθνικιστική πολιτική φυσιογνωμία. Από τον Ιούνιο του 2018, ο κ. Μπαχτσελί διατελεί κυβερνητικός εταίρος της τουρκικής κυβέρνησης του κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Συγγραφή άρθρου: Παρασκευάς – Μάριος Τουρτούνης

Τα τελευταία χρόνια, η ρητορική που υιοθετεί ο κ. Μπαχτσελί κατά της Ελλάδας έχει φτάσει σε έναν αδιανόητο βαθμό καυστικότητας κι εμπρηστικότητας. Πιο συγκεκριμένα, ο εν λόγω Τούρκος εθνικιστής πολιτικός διαμηνύει συνεχώς την προφανή, για εκείνον, υπερίσχυση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας σε επίπεδο έμψυχου και άψυχου πολεμικού υλικού, καθώς επίσης και σε επίπεδο ηθικού, λέγοντας εν ολίγοις ότι η Τουρκία έχει αναμφισβήτητα την δυνατότητα να «πνίξει στο αίμα» οποιαδήποτε ελληνική αντίδραση προβληθεί στην περιοχή του Αιγαίου Πελάγους. Μάλιστα, στην προσπάθειά του να μπορέσει να υποστυλώσει ιστορικά την εν λόγω ρητορική μίσους κατά της Ελλάδας, ο κ. Μπαχτσελί υπενθυμίζει συνεχώς, με έναν εντελώς πομπώδη και στομφώδη τρόπο, και σε οξύτατους τόνους, το γεγονός ότι, το 1922, οι Τούρκοι εθνικιστές «πέταξαν στη θάλασσα» τους Έλληνες στρατιώτες που είχαν εκστρατεύσει στην Μικρά Ασία, καθώς επίσης και τους Έλληνες κατοίκους της Μικράς Ασίας!

Τέτοιου είδους και ύφους δηλώσεις από πλευράς του κ. Μπαχτσελί φαντάζουν μάλλον αξιοπερίεργες, καθώς ο συγκεκριμένος Τούρκος εθνικιστής πολιτικός, κατά τα προηγούμενα χρόνια, είχε επιδείξει έναν αρκετά μετριοπαθή και συγκαταβατικό πολιτικό χαρακτήρα, τόσο στα εσωτερικά (συμμετοχή, το 1999-2002, σε τρικομματική κυβέρνηση με ένα αριστερό και ένα κεντρώο κόμμα, με τον κ. Μπαχτσελί να αναλαμβάνει το αξίωμα του αναπληρωτή πρωθυπουργού της Τουρκίας), όσο και στα εξωτερικά (υποδείξεις για ειρηνική συνύπαρξη με την Ελλάδα, αποδοχή της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας) ζητήματα της Τουρκίας. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του στην ηγεσία του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, Αλπαρσλάν Τούρκες (1917-1997), ο οποίος εμφυσούσε στην παράταξή του έναν ακραίο εθνικισμό, ο κ. Ντεβλέτ Μπαχτσελί διαπνέεται από το αίσθημα ενός μετριοπαθούς, αλλά ειλικρινούς και έντιμου, πατριωτισμού.

Σαφέστατα, λοιπόν, οι πρόσφατες πολεμοχαρείς δηλώσεις του κ. Μπαχτσελί κατά της Ελλάδας στοχεύουν απλώς στην εξυπηρέτηση της υψηλής στρατηγικής την οποία έχει υιοθετήσει η τουρκική κυβέρνηση του κ. Ερντογάν, όσον αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δηλαδή, η τουρκική κυβέρνηση, το τελευταίο διάστημα, έχει εντείνει στο έπακρο τις απειλές πολέμου κατά της Ελλάδας, έχοντας παγιώσει, ήδη από το 1995, μέσα στα πλαίσια της τουρκικής υψηλής στρατηγικής, το περίφημο casus belli (δηλ. «αφορμή κήρυξης πολέμου») σε περίπτωση που η Ελλάδα προβεί στην επέκταση των χωρικών της υδάτων, στο Αιγαίο Πέλαγος, από τα 6 ναυτικά μίλια στα 12 ναυτικά μίλια.

Έτσι λοιπόν, η εμπρηστική φυσιογνωμία των φιλοπόλεμων αυτών δηλώσεων του κ. Μπαχτσελί δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα αιχμηρό εργαλείο-όπλο στην φαρέτρα της τουρκικής υψηλής στρατηγικής έναντι της Ελλάδας. Ο ρόλος που διαδραματίζεται από τον κ. Μπαχτσελί, μέσα στα πλαίσια της τουρκικής υψηλής στρατηγικής, δείχνει να είναι αυστηρά καθορισμένος και επιδεξίως σχεδιασμένος, με την ακραία και εμπρηστική του ρητορική να στοχεύει απευθείας στην διαρκή πρόκληση σύγχυσης και πανικού στην ψυχολογία και το ηθικό της ελληνικής πλευράς, με απώτερο σκοπό την τιθάσευση των οιωνδήποτε αντιδράσεων προβάλλει η ελληνική πλευρά απέναντι στις προκλητικές τουρκικές αξιώσεις.       

Σε αυτό το σημείο, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί του κ. Μπαχτσελί περί της ιστορικά αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής ανωτερότητας των Τούρκων έναντι των Ελλήνων, με βάση την ιστορική νίκη, το 1922, των Τούρκων εθνικιστών του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ εναντίον του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία, είναι ιστορικά ασαφείς και διόλου δεν ευσταθούν. Και αυτό διότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης, η συντριπτική ήττα της Ελλάδας οφείλεται, κατά κύριο λόγο, σε λανθασμένη τακτική των επιτελών του Ελληνικού Στρατού και, ειδικότερα, στην εσφαλμένη απόφαση της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας να οδηγήσει τα ελληνικά στρατεύματα σε πορεία προς την Άγκυρα, προς καταδίωξη των δυνάμεων των Τούρκων εθνικιστών. Αυτό ήταν ένα ασυγχώρητο, από πλευράς των Ελλήνων επιτελών του Στρατού, σφάλμα, το οποίο οδήγησε εντελώς νομοτελειακά στην αρχική αναχαίτιση της πορείας του Ελληνικού Στρατού προς την Άγκυρα, και στην συνακόλουθη υποχώρηση του, καταπονημένου πλέον, Ελληνικού Στρατού από τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, λόγω της αναπτυσσόμενης αντεπίθεσης των, σχετικά πιο ξεκούραστων, αμυνομένων Τούρκων εθνικιστών. 

Μάλιστα, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, το 1923, όταν η Επαναστατική Κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα παρέπεμψε σε Στρατοδικείο τους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής που υπέστη το 1922 η Ελλάδα, συμπεριέλαβε στο κατηγορητήριο και την εσφαλμένη απόφαση περί προώθησης των ελληνικών στρατευμάτων στην Άγκυρα.

Από τα ανωτέρω, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, από ιστορικής απόψεως, οι ισχυρισμοί του κ. Μπαχτσελί περί της ιστορικά αποδεδειγμένης στρατιωτικής υπερίσχυσης των Τούρκων έναντι των Ελλήνων, αποτελούν απλώς ένα αναληθές και αβάσιμο τεχνητό αφήγημα, με το οποίο επιχειρείται να εκβιαστεί ψυχολογικά η Ελλάδα και να αποθαρρυνθεί από το να προβάλει τυχόν αντιδράσεις απέναντι στις παράλογες τουρκικές αξιώσεις.

Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, το μόνο που κατορθώνει ο κ. Μπαχτσελί μεταχειριζόμενος την εμπρηστική αυτή ρητορική του, είναι να δίνει αφορμές και χρόνο στην Ελλάδα ώστε να προετοιμαστεί και να οργανωθεί κατάλληλα. Δηλαδή, κατά το τελευταίο διάστημα, η Ελλάδα είχε την ευκαιρία (και ορθώς την εκμεταλλεύτηκε) να εκπονήσει, με βάση τις τρέχουσες περιστάσεις, την δική της στρατηγική, τόσο σε τεχνικό επίπεδο (μέσω της απόκτησης των γαλλικών πολεμικών πλοίων Belharra και των πολεμικών αεροσκαφών F-35), όσο και σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής (με την σύναψη της Ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας, της Ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας, καθώς και άλλων σημαντικών διμερών και πολυμερών συμμαχιών).

Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία έχασε το πολύ σημαντικό στρατηγικό στοιχείο του αιφνιδιασμού, επιτρέποντας στην Ελλάδα να οργανωθεί στρατηγικά κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις. Με άλλα λόγια, η μέχρι πρότινος απρόβλεπτη πολιτική του Τούρκου Προέδρου κ. Ερντογάν κατέστη, πλέον, αρκετά προβλέψιμη, κυρίως χάρη στις οξύτατες δηλώσεις του κυβερνητικού του εταίρου, κ. Μπαχτσελί, οι οποίες νομοτελειακά παρέσυραν και την ρητορική του κ. Ερντογάν σε παρεμφερείς τόνους. Η Ελλάδα δεν παρέλειψε να λάβει υπ’ όψιν της όλες αυτές τις προκλητικές δηλώσεις και, έτσι, έχει λάβει τα μέτρα της για παν ενδεχόμενο. 
Ακόμη, εύλογα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι πολεμοχαρείς αυτές δηλώσεις του κ. Μπαχτσελί κατά της Ελλάδας εκθέτουν σε μεγάλο βαθμό την τουρκική κυβέρνηση ως φορέα ανάληψης επιθετικών πρωτοβουλιών. Αυτές οι επιθετικές δηλώσεις δεν περνούν απαρατήρητες από την υφήλιο, η οποία βρίσκεται εκεί, παρατηρεί με αντικειμενισμό τις εξελίξεις, κρίνει και κατακρίνει την πλευρά που ευθύνεται περισσότερο για την κλιμάκωση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Συνεπώς, η, ρουτίνας πλέον, εμπρηστική ανθελληνική ρητορική του κ. Ντεβλέτ Μπαχτσελί, η οποία μάλιστα αναμένεται να κλιμακωθεί κάθετα και να πυκνώσει στο άμεσο μέλλον, εν όψει και της επετείου των 100 χρόνων (1922-2022) από τη νίκη των Τούρκων εθνικιστών κατά του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία, φαίνεται, όπως είδαμε, περισσότερο να ωφελεί παρά να βλάπτει την Ελλάδα!

(Ο Παρασκευάς – Μάριος Ι. Τουρτούνης είναι ιστορικός από το Μαρκόπουλο Μεσογαίας Αττικής. Είναι κάτοχος Πτυχίου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Ιστορία).