Επιτακτική η ενίσχυση της εθνικής μας άμυνας



Τα Ραφάλ της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, αποτελούν σημαντικό βήμα για την ενίσχυση των ενόπλων μας δυνάμεων

Σε μια περίοδο μεγάλων εντάσεων με την Τουρκία, που ενδέχεται να κλιμακωθούν και άλλο, το θέμα της ενίσχυσης της εθνικής άμυνας της Ελλάδας καθίσταται επιτακτικό

*Της Άννας Ευθυμίου

Η αμυντική πολιτική είναι μέρος της εθνικής πολιτικής και πεποίθηση της Κυβέρνησης αυτής ότι η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ελλάδος πρέπει να πλαισιώνεται από τη θωράκιση της ασφάλειάς της και την ανάταση της εθνικής της αξιοπρέπειας. Η αγορά των υπερσύγχρονων Rafale το καταδεικνύει εμπράκτως. Είναι και τα πρώτα μαχητικά τα οποία εντάσσονται στη δύναμη της Πολεμικής μας Αεροπορίας, ύστερα από μία και πλέον δεκαετία και αποτελούν πολλαπλασιαστή ισχύος που αναβαθμίζει τη χώρα μας σε επίπεδο επιχειρησιακό, τεχνολογικό, αλλά και γεωπολιτικό.

 
            Τα νέα μαχητικά καθιστούν την Αεροπορία μας μία από τις ισχυρότερες στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο, κάτι που αποτελεί μία γεωστρατηγική εξέλιξη με βαρύνουσα σημασία. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό σφραγίζεται η αμυντική συμπαράταξη Ελλάδος και Γαλλίας και ενδυναμώνονται οι προοπτικές της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.

            Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνει σημαντική αξία η ιδιαίτερη αναφορά στη χώρα μας του Εμμανουέλ Μακρόν κατά την ομιλία του στο Ευρωκοινοβούλιο, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα έχει επωμιστεί μεγάλο βάρος όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες ενώ παράλληλα επιχειρεί να βρίσκεται εντός των δημοσιονομικών στόχων. “Η ανάγκη για τέτοιου είδους επενδύσεις – στην άμυνα, στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής – πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη στις διαβουλεύσεις για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης”.
 
            Από την άλλη, η σημαντική ενίσχυση της πολεμικής αεροπορίας σε συνδυασμό με την συμφωνία Ελλάδας και Γαλλίας για αμοιβαία συνδρομή έχουν ενοχλήσει την Τουρκία που την χαρακτηρίζει ως μία επιθετική κίνηση από την πλευρά της χώρας μας. Η ενόχληση αυτή εκδηλώθηκε και με την αμήχανη δήλωση του Τούρκου Προέδρου που υποστήριξε πως η Τουρκία θα κατασκευάσει δικά της πολεμικά, τα οποία θα ζητούν οι μεγάλες χώρες. Βέβαια, η πραγματικότητα είναι πως η θέση του είναι δύσκολη, μετά την απόρριψη της αγοράς των F35 από τις ΗΠΑ και τις αντιδράσεις που υπάρχουν στο Κογκρέσο για την πώληση στην Άγκυρα των F16.

            Μάλιστα, η θέση του είναι ακόμα πιο δύσκολη αν στρέψει κάποιος το βλέμμα του και στα εσωτερικά της γειτονικής μας χώρας. Ο πληθωρισμός καλπάζει, η τούρκικη λύρα έχει χάσει το ήμισυ της αξίας της και το κυβερνών κόμμα καταρρέει στις δημοσκοπήσεις. Επιπρόσθετα, είναι η πρώτη φορά που μετά από μήνες η κεντρική τράπεζα αφήνει αμετάβλητα τα επιτόκια, αφήνοντας περιθώρια παρέκκλισης από τη μέχρι τώρα στρατηγική του Προέδρου Ερντογάν.

            Επομένως, εν μέσω μίας περιόδου μεγάλων εντάσεων με την Τουρκία, που ενδέχεται να κλιμακωθούν και άλλο, με δεδομένη και την κακή κατάσταση στα εσωτερικά της, το θέμα της ενίσχυσης της εθνικής άμυνας καθίσταται επιτακτικό. Όσο ευνόητο είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία επιθετική πρόθεση άλλο τόσο ευνόητο είναι ότι δε θα κάνει καμία υποχώρηση στο πεδίο, όπως αποδείχθηκε, άλλωστε, και στον Έβρο ούτε βέβαια και στις φραστικές κατηγορίες και απειλές του Ερντογαν, με την Κυβέρνηση να έχει αυξήσει τους συμμάχους της και με το Υπουργείο Εξωτερικών να δίνει τις κατάλληλες απαντήσεις.

            Η Κυβέρνηση με το εξοπλιστικό της πρόγραμμα προσπαθεί να άρει τις επιπτώσεις του πολυετούς «παγώματος» εξοπλισμών που έφερε η οικονομική κρίση. Και τούτο, διότι η αχαλίνωτη τουρκική επιθετικότητα δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες: μια απευκταία πολεμική αναμέτρηση με έναν ανεξέλεγκτα επιθετικό αντίπαλο που έχει εκθρασυνθεί μπορεί να αποφευχθεί όχι με ευχολόγια, αλλά μόνο μέσω της ισχυρής αποτρεπτικής δυνατότητας της στρατιωτικής μας ισχύος.

    *Η Άννα Ευθυμίου είναι δικηγόρος και βουλευτής Ν.Δ. Α΄ Θεσσαλονίκης