Καστελλόριζο: Δύο Tούρκοι δικάζονται για επεισοδιακή θαλάσσια καταδίωξη



Κατηγορούμενοι για επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία πλοίων με πρόκληση κινδύνου σε ανθρώπους και συνέργεια σε αυτήν, της βίας κατά υπαλλήλων τελεσθείσας από κοινού και της παράνομης εισόδου στη χώρα θα καθίσουν στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου στις 7 Απριλίου δύο τούρκοι. Οι κατηγορούμενοι για τα κακουργήματα είναι ένας 31χρονος υπάλληλος καφετέριας κι ένας 25χρονος που δηλώνει γραφίστας. Οι δύο άντρες συνελήφθησαν από λιμενικού στη Μεγίστη.

Τι έχει συμβεί

Σύμφωνα με την εφημερίδα «Δημοκρατική», στις 22 Ιουνίου του 2021 και περίπου 20 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, σκάφος του Λιμενικού το οποίο εκτελούσε προγραμματισμένη περιπολία ενημερώθηκε από ναυτικό παρατηρητήριο ν. Μεγίστης ότι ταχύπλοο σκάφος α.λ.σ. κινούνταν εντός των χωρικών υδάτων της χώρας μας με μεγάλη ταχύτητα σε απόσταση μικρότερη του ενός ν.μ. νοτίως της Μεγίστης.

Το ύποπτο σκάφος το οποίο κινούνταν χωρίς φώτα ναυσιπλοΐας εντόπισε το Λιμενικό προς τη θαλάσσια περιοχή νότια της νήσου Ρω και, με τη χρήση τηλεβόα ζήτησε την ακινητοποίησή του. Το σκάφος ανέπτυξε ταχύτητα για να διαφύγει. Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης το ύποπτο σκάφος εκτελούσε επικίνδυνους ελιγμούς και προσπάθησε να εμβολίσει το σκάφος του Λιμενικού με αποτέλεσμα να ριφθούν προειδοποιητικές βολές σε ασφαλή σημεία και ακολούθως στη μηχανή του με αποτέλεσμα την ακινητοποίησή του.

Στο σκάφος βρέθηκε, από την έρευνα, πλήθος σωσιβίων, χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί η κατοχή τους. Ο ένας από τους κατηγορούμενους δήλωσε ότι δεν γνωρίζει αν έχει κάνει κάτι παράνομο και ότι πήρε το σκάφος με τον φίλο του για να το πάνε στο Καλκάν για επισκευή. Ιδιοκτήτης του σκάφους είναι τρίτος φίλος τους και, όπως δήλωσε, ακολούθησαν τη διαδρομή κάτω από το Καστελλόριζο γιατί δεν είχαν μαζί τους έγγραφα και προσπαθούσαν να αποφύγουν να εντοπιστούν από την τουρκική ακτοφυλακή.

Λίγη ώρα αφού ξεκίνησαν, όπως είπε, ξέμειναν από βενζίνη και ενώ προσπαθούσαν να γεμίσουν το ντεπόζιτο τούς εντόπισε η ελληνική ακτοφυλακή. Από τις επικίνδυνες κινήσεις του ταχύπλοου σκάφους προκλήθηκε κίνδυνος σύγκρουσης, ναυαγίου και τραυματισμού, αν όχι πνιγμού των υπαλλήλων που επέβαιναν στο περιπολικό σκάφος του Λιμενικού.

Επιπλέον, προέκυψε ότι προ της συλλήψεως οι δύο κατηγορούμενοι πέταξαν τα κινητά τους τηλέφωνα στη θάλασσα, που δεν αρνήθηκαν ότι κατείχαν, προκειμένου προφανώς να μην μπορούν να ανιχνευθούν οι συνομιλίες τους με τρίτα άτομα, καθώς κατά την σύλληψή τους δεν βρέθηκαν στην κατοχή τους συσκευές κινητών τηλεφώνων.

Μάλιστα, ο οδηγός του σκάφους, ισχυρίσθηκε ότι κατά την καταδίωξη, του έπεσε η συσκευή στην θάλασσα, ενώ ο έτερος ισχυρίσθηκε προφορικά ότι του το πήραν δήθεν οι λιμενικοί, κάτι όμως που δεν ισχύει, καθώς ανάμεσα στα κατασχεμένα αντικείμενα δεν υπήρχε συσκευή κινητού τηλεφώνου. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι ξεκίνησαν από το Ντεμρέ για να μεταφέρουν το σκάφος για επισκευή στο Καλκάν της Τουρκίας είναι αναξιόπιστος, λόγω της προκεχωρημένης μεταμεσονύκτιας ώρας.

Επίσης, αναξιόπιστα ισχυρίσθηκαν ότι επειδή δεν διέθεταν έγγραφα σκάφους και δίπλωμα και επειδή δήθεν φοβήθηκαν την τουρκική ακτοφυλακή, επέλεξαν πορεία πίσω από τα ελληνικά νησιά, διότι η επιλογή να περάσουν σε ξένα (ελληνικά) χωρικά ύδατα ήταν πιο παραβατική και άρα πιο επικίνδυνη επιλογή γι’αυτούς, ενώ ο ένας ισχυρίσθηκε στην κύρια ανάκριση ότι κατέχει δίπλωμα χειριστού ταχυπλόου.

Άλλωστε, ουδέποτε αιτιολογήθηκε ο λόγος ότι ο ιδιοκτήτης του σκάφους επέλεξε να το οδηγούν τρίτα άτομα και να το μεταφέρουν για επισκευή μεταμεσονύκτιες ώρες (όπως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι).