Η εισβολή της Α’ Ρωσικής Στρατιάς του στρατηγού Rennenkampf στην Ανατολική Πρωσία (1914), και τα διδάγματά της για την εν εξελίξει ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (2022)



Συγγραφή άρθρου: Παρασκευάς-Μάριος Τουρτούνης

Με αφορμή την πρόσφατη τακτική οπισθοχώρηση ρωσικών στρατευμάτων από περιοχές της Βόρειας και Κεντρικής Ουκρανίας, τις οποίες είχαν προηγουμένως κατακτήσει οι Ρώσοι, είναι αρκετά ωφέλιμο να θυμηθούμε ένα ιστορικό παράδειγμα το οποίο αποτελεί μια αντίστοιχη περίπτωση τακτικής οπισθοχώρησης στρατευμάτων: πρόκειται για την τακτική οπισθοχώρηση στην οποία προχώρησε η Α’ Ρωσική Στρατιά, υπό τον στρατηγό Pavel Karlovich Rennenkampf (1854-1918), στην Ανατολική Πρωσία από τις 9/10 Σεπτεμβρίου 1914. 

Η Α’ Ρωσική Στρατιά υπό τον Rennenkampf, με 200.000 στρατιώτες, είχε εισβάλει στις 17 Αυγούστου 1914 στην Ανατολική Πρωσία από ανατολάς, και είχε σκοπό να καταλάβει την πόλη Königsberg, κι έπειτα να προχωρήσει προς το Allenstein, προκειμένου να συναντήσει την Β’ Ρωσική Στρατιά του Aleksandar Samsonov, η οποία, με 250.000 στρατιώτες, πραγματοποίησε επίσης εισβολή στην Ανατολική Πρωσία, από την νότια πλευρά όμως.

Η Ρωσική Στρατιά του Rennenkampf, αν και προήλαυνε με έναν εξαιρετικά αργό ρυθμό, πέτυχε αρχικά να καταλάβει πάρα πολλές περιοχές της Ανατολικής Πρωσίας, όπως τις πόλεις Tilsit, Labian, Tapian, Gerdanen, Korschen, Rastenburg, Angerburg, και Goldap, καθώς επίσης και έξι σημαντικούς σιδηροδρόμους που οδηγούσαν στο κέντρο της Königsberg (W.C. King, King’s Complete History of the World War 1914-1918, The History Associates, Μασσαχουσέττη 1922, σελ. 87). Έπειτα, η Στρατιά του Rennenkampf σταμάτησε στην Insterburg.

Κάποιοι ιστορικοί και άλλοι θεωρητικοί ισχυρίζονται ότι η αργή ταχύτητα της προέλασης του Rennenkampf ήταν ένδειξη της στρατιωτικής του ανικανότητας, ενώ δεν λείπουν κι εκείνοι που φτάνουν στο σημείο να πουν ότι η αργή προέλαση του Rennenkampf εντάσσεται στα πλαίσια κάποιας «προδοτικής», δήθεν, διάθεσης του εν λόγω στρατιωτικού. Εμείς όμως, εδώ, εξετάζοντας πιο προσεκτικά και ψύχραιμα την τακτική αυτή του Rennenkampf, θα διαπιστώσουμε ότι επρόκειτο για μια αρκετά λελογισμένη τακτική. Διότι ο αντικειμενικός στόχος της προέλασης ήταν η ένωση με την Β’ Ρωσική Στρατιά που ερχόταν στην περιοχή από νότια. Έτσι λοιπόν, ουσιαστικά, ο Rennenkampf δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μια κατά πολύ πρόωρη και βιαστική άφιξη της Στρατιάς του στην περιοχή συνάντησης με την Β’ Ρωσική Στρατιά, η οποία υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να καθυστερούσε αρκετά να φτάσει στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης, λόγω της αντίστασης των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή. Έτσι, η επιλογή του Rennenkampf για αργή προέλαση της Στρατιάς του, μπορεί να ενταχθεί φυσικά στο σκεπτικό ότι επιθυμούσε μια όσο το δυνατόν ταυτόχρονη άφιξη της Α’ και της Β’ Ρωσικής Στρατιάς στο σημείο συνάντησης, αφού η μία Στρατιά μόνη της, κατά την διάρκεια της αναμονής της για την άφιξη της συμμαχικής Στρατιάς στο εν λόγω σημείο, θα κινδύνευε με σοβαρή φθορά της, λόγω της αντίστασης των Γερμανών. 

Πάντως, παρά την αργή προέλαση, η Ρωσική Στρατιά του Rennenkampf είχε κατορθώσει, μέχρι τις 26 Αυγούστου, να διασχίσει πάνω από το ήμισυ της απόστασης μεταξύ των πόλεων Gumbinnen και Königsberg, γεγονός το οποίο φαίνεται ότι ανάγκασε τον Γερμανό στρατιωτικό Erich Lundendorff να επισπεύσει άμεσα την αναχαίτιση της Β’ Ρωσικής Στρατιάς του Samsonov, πριν προλάβει η Α’ Ρωσική Στρατιά του Rennenkampf να ενωθεί με την Ρωσική Στρατιά του Samsonov. Για τους Γερμανούς, οι κινήσεις των δύο Ρωσικών Στρατιών ήταν σχεδόν με απόλυτη ακρίβεια γνωστές, αφού κατόρθωναν να αποκρυπτογραφήσουν με απόλυτη επιτυχία τους κώδικες συνεννόησης των Ρώσων (C.R.M.F. Cruttwell, A History of the Great War 1914-1918, Oxford University Press, Αγγλία 1936, σελ. 45). 

Έτσι λοιπόν, η Β’ Ρωσική Στρατιά του Samsonov, αποκομμένη από την Α’ Ρωσική Στρατιά του Rennenkampf, και με το σύνολο σχεδόν των γερμανικών στρατευμάτων εναντίον της, ηττήθηκε από τους Γερμανούς στην μάχη της Tannenberg, στις 26-29 Αυγούστου 1914.     

Έπειτα, στις 7 Σεπτεμβρίου 1914, ο Rennenkampf κατόρθωσε να γλιτώσει την Στρατιά του από βέβαιη καταστροφή, κατά την επίθεση των γερμανικών στρατευμάτων υπό τον François. Ο Rennenkampf ήταν «ειδικός» στο να σώζει την Στρατιά του από την απόλυτη καταστροφή. Άλλωστε, την ικανότητά του αυτή την είχε αποδείξει και κατά την διάρκεια του Ρωσο-ιαπωνικού πολέμου του 1904-1905, όταν το στρατιωτικό απόσπασμα του ρωσικού ιππικού το οποίο βρισκόταν υπό τις διαταγές του Rennenkampf, ήταν σχεδόν το μοναδικό ρωσικό στρατιωτικό απόσπασμα που είχε επιβιώσει από την καταστροφή στην Μαντζουρία (A.G. Gardiner, The War Lords, J.M. Dent & Sons, Λονδίνο & Τορόντο 1915, σελ. 133). Έτσι λοιπόν και στις 7 Σεπτεμβρίου 1914, σε μια επίθεση τμημάτων του γερμανικού ιππικού κατά της Ρωσικής Στρατιάς του Rennenkampf, στην γραμμή Wehlau-Gerdauen-Nordenburg-Angerburg, η Ρωσική Στρατιά του Rennenkampf απάντησε με ισχυρότατη αντεπίθεση που έφερε τους Γερμανούς σε αρκετά δυσχερή θέση, ενώ παράλληλα διέθετε και το πλεονέκτημα των ισχυρότατα και εξυπνότατα οχυρωμένων θέσεων (Erich von Ludendorff, My War Memories 1914-1918, Τόμος Ι, Hutchinson & Co., Λονδίνο 1919, σελ. 62).     

Ωστόσο, η κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό της Α’ Ρωσικής Στρατιάς δεν ήταν και τόσο «ρόδινη», κυρίως διότι στα κατακτημένα εδάφη όπου είχε εγκατασταθεί, δεν υπήρχε ακόμη καμιά εγγύηση για την εξασφάλιση ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού ανεφοδιασμού της Ρωσικής Στρατιάς του Rennenkampf, ενώ παράλληλα η εν λόγω στρατιά υπέφερε κάπως από μια κακή οργάνωση (John W. Bohon, “Rennenkampf, Pavel Karlovich (1854-1918)”, στο: Spencer C. Tucker [ed.], The European Powers in the First World War. An Encyclopedia, Routledge, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2013, σελ. 593).  Για όλους αυτούς τους λόγους, και κυρίως λόγω του ότι η Β’ Ρωσική Στρατιά είχε πλέον συντριβεί, ο Rennenkampf αποφάσισε τελικά να διατάξει την Α’ Ρωσική Στρατιά του σε μια τακτική οπισθοχώρηση προς ανατολάς, για μια μελλοντική ανασύνταξη των ρωσικών στρατευμάτων. Πρόκειται για μια τακτική οπισθοχώρηση, η οποία άρχισε στις 9/10 Σεπτεμβρίου του 1914, ενώ βρισκόταν εν εξελίξει ακόμα στις 15 Σεπτεμβρίου του 1914, με την Ρωσική Στρατιά να εξακολουθεί να μάχεται σκληρά, με την κατεύθυνσή της όμως να είναι προς τα πίσω. Με την τακτική αυτή οπισθοχώρηση προς τα πάτρια εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ο Rennenkampf κατόρθωσε να διατηρήσει σχεδόν άθικτη την Στρατιά του!

Συγκρίνοντας, τώρα, την εισβολή της Α’ Ρωσικής Στρατιάς του Rennenkampf στην Ανατολική Πρωσία το 1914, με την εν εξελίξει εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία (από τις 24 Φεβρουαρίου 2022), παρατηρούμε ότι η παλαιότερη εισβολή μπορεί να σταθεί επάξια ως ιστορικό παράδειγμα, το οποίο μπορεί να προσφέρει ορισμένα διδάγματα για την τρέχουσα ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Πιο συγκεκριμένα, είδαμε ότι η Στρατιά του Rennenkampf προήλαυνε στην Ανατολική Πρωσία με έναν αρκετά αργό ρυθμό, προκειμένου να μην αναμείνει πολύ (για λόγους πιθανής φθοράς της στρατιάς από την τοπική αντίσταση), στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης, για την ένωσή της με την Β’ Ρωσική Στρατιά του Samsonov. Και μόλις αυτό δεν έγινε τελικά δυνατό, λόγω της ήττας της Β’ Ρωσικής Στρατιάς ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν, η Στρατιά του Rennenkampf προέβη σε τακτική οπισθοχώρηση προς την Ρωσική Αυτοκρατορία, για μελλοντική ανασύνταξη.

Αντιθέτως, στην εν εξελίξει ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τμήματα του Ρωσικού Στρατού βιάστηκαν παράτολμα και με μεγάλη ταχύτητα να περικυκλώσουν το Κίεβο, παρόλο που πίσω, στην Ανατολική και Νότια Ουκρανία, βρίσκονταν πολλά μέτωπα πολεμικών επιχειρήσεων ανοιχτά. Έτσι, με πολλά μέτωπα να μένουν ανοιχτά πίσω, οι ρωσικές δυνάμεις που είχαν περικυκλώσει το Κίεβο δεν θα μπορούσαν να ευελπιστούν σε άμεση συνδρομή άλλων ρωσικών στρατευμάτων, τα οποία ήταν απασχολημένα με το να συμπλέκονται με τις αμυνόμενες ουκρανικές δυνάμεις πίσω στο Χάρκοβο, την Ζαπορίζια κλπ. Ως αποτέλεσμα, πρόσφατα παρατηρούμε ότι οι ρωσικές δυνάμεις που είχαν περικυκλώσει το Κίεβο αποσύρονται σταδιακά από τα σημεία που είχαν καταλάβει στην περιοχή, και μετατοπίζονται προς ανατολάς, προφανώς για καλύτερο ανεφοδιασμό τους, αλλά και για να ανασυνταχθούν. Η πρόωρη και βιαστική άφιξη ρωσικών στρατευμάτων στο Κίεβο επέφερε και την φθορά τους, καθώς οι Ουκρανοί πέτυχαν να επιφέρουν σημαντικές απώλειες στις εν λόγω ρωσικές δυνάμεις. Η Ρωσία, με την κάπως πρόωρη πολιορκία του Κιέβου, προσπαθεί τώρα να διορθώσει αυτό το τακτικό της σφάλμα. Μην ξεχνάμε ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί απλώς μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας, η οποία έχει κινητοποιήσει μονάχα έναν μικρό αριθμό των Ενόπλων Δυνάμεών της (γύρω στις 200.000 αρχικά). Οπότε, τα περιθώρια τέτοιων τακτικών λαθών από τους Ρώσους, και μάλιστα όταν πολεμούν ενάντια σε έναν γενικά επιστρατευμένο Λαό (τον Ουκρανικό Λαό), είναι εκ των πραγμάτων μικρά και καθοριστικά.

Εν κατακλείδι, μια πιο αργή, σε ρυθμό, ρωσική στρατιωτική προέλαση στην Ουκρανία, όπως η αντίστοιχη του Rennenkampf στην Ανατολική Πρωσία, μάλλον θα ήταν πιο αποτελεσματική για τους Ρώσους, εφόσον θα διατηρούσε το σύνολο σχεδόν του όγκου των ρωσικών δυνάμεων ενωμένο, και θα επέτρεπε στους Ρώσους να προβαίνουν σε περισσότερο συντονισμένες προσπάθειες, με αργές αλλά σταθερές κατακτήσεις επί του ουκρανικού εδάφους.

Βέβαια, όπως έγραψε και ο σπουδαίος θεωρητικός της Τέχνης του Πολέμου, Κάρλ Κλαούζεβιτς, «ένα σφάλμα μπορεί να επανορθωθεί στη συνέχεια, η ευκαιρία και η τύχη μπορούν να σας ευνοήσουν σε μιαν άλλη περίσταση» (Karl von Klausewitz, Περί του Πολέμου, Τόμος Α’, μτφρ. Ν. Ξεπουλιά, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 255). Δηλαδή, οι Ρώσοι μπορούν εύκολα να διορθώσουν την αρχική τους βιασύνη, όπως και προσπαθούν να κάνουν τώρα. Μια τακτική οπισθοχώρηση του τύπου Rennenkampf ίσως να είναι ικανή να εξασφαλίσει την μέγιστη δυνατή επιστροφή των εκτεθειμένων ρωσικών δυνάμεων από την Κεντρική Ουκρανία στην μάλλον ασφαλέστερη (για τους Ρώσους) Ανατολική Ουκρανία. 

Η Ρωσία θα προχωρήσει οπωσδήποτε σε ανασύνταξη των στρατιωτικών της δυνάμεων στην Ουκρανία, με πιθανές περαιτέρω ενισχύσεις από συμμαχικές χώρες της Ρωσίας (όπως π.χ. η Λευκορωσία). Γι’ αυτό, οι αμυνόμενοι Ουκρανοί θα πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα το επόμενο διάστημα, και να μην επαναπαυθούν από τις πρόσφατες ανακαταλήψεις κάποιων περιοχών τους, οι οποίες δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αντεπιθέσεως τους, αλλά είναι φυσικό «γέμισμα» του κενού που αφήνουν οι Ρώσοι κατά την τακτική τους οπισθοχώρηση.

(Ο Παρασκευάς-Μάριος Ι. Τουρτούνης είναι Ιστορικός από το Μαρκόπουλο Μεσογαίας Αττικής. Είναι Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Ιστορία).