Β’ Βαλκανικός Πόλεμος: Ένας Ανθυπολοχαγός της 10ης Μεραρχίας διηγείται…



Γράφει ο Φώτης Σαραντόπουλος

Δευτέρα 17 Ιουνίου 1913: 1η μέρα του πολέμου, 10η Μεραρχία
(Διήγηση του Χρίστου )
Αξημέρωτα 17 Ιουνίου με ξύπνησε ο Δεκανέας Λιούφης .
«Ξύπνα κυρ Ανθυπουλοχαγέ, οι γουρνάδις απέναντι κάτ’ ετοιμάζουν …»
«Είσαι σίγουρος Κώστα;»
«Τους ακούν’ οι σκοποί από πολλιώρας. Τόση κίνηση μέσ’ στου σκουτάδ’ δεν είνι για καλό …»

«Σήμανε αμέσως συναγερμό, χωρίς φασαρία, ειδοποίησε τους άνδρες των Φυλακείων να μείνουν στις θέσεις τους και να μην πυροβολήσει κανείς αν δεν κινηθούν οι Βούλγαροι εναντίον τους. Και στείλε συνδέσμους στον Διοικητή της Διλοχίας και τις γειτονικές Διμοιρίες!»

Μέρες τώρα κοιμόμασταν με τα ρούχα και τις παλάσκες και με τα όπλα δίπλα μας. Σε 10 λεπτά, όλη η Διμοιρία ήταν στο πόδι. Μαζί με τον Ταγματάρχη που ήταν επί κεφαλής της Διλοχίας μας και έναν Επιλοχία, ξεκινήσαμε τον έλεγχο στις προφυλακές, που ήταν στα υψώματα του χωριού Ορεβίτσα, που σήμερα λέγεται Πευκοδάσος. Η Ορεβίτσα είναι στην αριστερή όχθη του Αξιού, από την μεριά που ήταν οι Βούλγαροι δηλαδή. Μέσα στο «στόμα του λύκου». Δεν χρειάστηκε να ασχοληθούμε με τη διανομή εφοδίων, αρκούσε η επανάληψη των εντολών που γνωρίζαμε καλά. Οι Διαταγές που είχαμε λάβει από τον προηγούμενο μήνα ήταν σαφείς και ξέραμε πώς έπρεπε να ενεργήσουμε:

«Η χαραχθείσα συνοριακή γραμμή δεν είναι φύσεως τοιαύτης, ώστε να δυνη-θώμεν να την υπερασπίσωμεν. Επομένως πρέπει απλώς να την κατέχωμεν δι’ ολίγων φυλακείων με ελαχίστους άνδρας, όπως παρεμποδίζωμεν αποπείρας των Βουλγάρων προς λαθραίαν διείσδυσιν. Εν περιπτώσει εχθρικής επιθέσεως, τα φυλακεία θ’ αποσυρθώσι προς το απόσπασμα προκαλύψεως … (που δεν) πρέπει να παρασυρθή εις αγώνα προς διατήρησιν θέσεων ή επανάκτησιν τοιαύτων, αλλά δια πυρών πεζικού και πυροβολικού εκ μεγάλων αποστάσεων να επιβραδύνη την πορείαν του εχθρού και τον κατατρίβη, ουδέποτε εμπλεκόμενον εις αποφασιστικόν αγώνα …»

Ξέραμε ότι η Μεραρχία μας, η 10η ΜΠ, θα έκανε τον καθήκον της. Μπορεί να ήταν καινούργια, αφού συγκροτήθηκε τον Μάρτιο, αλλά περιλάμβανε μερικές από τις πιο έμπειρες μονάδες του Στρατού μας, καθώς και ενθουσιώδεις νεοσύλλεκτους, στρατεύσιμους αλλά και εθελοντές από το εσωτερικό και το εξωτερικό που είχαν συρρεύσει κατά χιλιάδες. Μέραρχός μας ήταν ο Σχης (ΠΒ) Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, αυτός που με τα κανόνια του τσάκισε τους Τούρκους στο Σαραντάπορο, τα Γιαννιτσά και το Μπιζάνι. Και Επιτελάρχης μας ήταν ο Ανχης (ΜΧ) Ιωάννης Γεωργιάδης. Η Μεραρχία είχε τρία Συντάγματα Ευζώνων, σήμερα θα την ονομάζαμε «Μεραρχία Ειδικών Δυνάμεων»  .

Πριν σας διηγηθώ τα γεγονότα της πρώτης μέρας του πολέμου, θα σας πω για ένα συμβάν που είχε σημειωθεί λίγο καιρό πριν, για να πάρετε μια ιδέα του τι γινόταν στον τομέα μας και τι προβλήματα δημιουργούσαν οι Βούλγαροι. Εκείνος ο παμπόνηρος Στρατηγός τους ο Χεσαψήεφ, που όταν γινόταν κάποιο επεισόδιο μοίραζε υποσχέσεις με τη σέσουλα ότι δεν θα ξανασυμβεί, είχε στείλει στην Γουμέντζα, που ήταν στον Ελληνικό τομέα, έναν δήθεν «Έπαρχο», ένα αστείο τύπο με στολή στρατιωτική γεμάτη παράσημα, που γυρνούσε στην κωμόπολη όλο ύφος, λέγοντας «εδώ οι Έλληνες δεν είναι τίποτα, εδώ εμείς διοικούμε». Ο Μέραρχος παραπονέθηκε δυο φορές στη Θεσσαλονίκη να τον διώξουν, και στο τέλος έχασε την υπομονή του και διέταξε τον Συνταγματάρχη μας τον Φικιώρη να τον απελάσει. Αυτός, έστειλε μήνυμα στον «Έπαρχο» να παρουσιαστεί στο Φρουραρχείο. Εκείνος αρνήθηκε και απάντησε ότι παίρνει διαταγές μόνο από τον Τσάρο Φερδινάρδο! Αλλά ο Φικιώρης δεν είχε σκοπό να χαριστεί. Δεν ήταν τυχαία ένας από τους πρωτεργάτες της επανάστασης στο Γουδή. Έστειλε ένα Δεκανέα με τρεις Τσολιάδες και τον συλλάβανε. Ο Βούλγαρος τα έχασε και παρακάλαγε να τον αφήσουν λεύτερο, υποσχόμενος ότι θα φύγει. Αλλά προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, και ο Διοικητής μας δεν έπαιρνε άλλο από λόγια. Διέταξε να τον ανεβάσουν σε ένα κάρο, με τη στολή και τα παράσημά του, να τον γυρίσουν στην πόλη με συνοδεία Ευζώνων για να δουν όλοι ποιος κάνει κουμάντο, και μετά να τον ξαποστείλουν συστημένο στους δικούς του! Ξύνανε τα νύχια τους για καβγά οι Βούλγαροι, αλλά κι εμείς δεν χαριζόμασταν. Ξέραμε ότι η μεγάλη σύγκρουση δεν θα αργούσε και προετοιμαζόμασταν.

Η πρώτη επίθεση κατά των θέσεών μας έγινε στα Σουλτογιανναίικα , στο φυλακείο μας που επόπτευε τις εχθρικές θέσεις μεταξύ Πολυκάστρου  και Καλίνδριας. Το φυλακείο απείχε 1.000 μέτρα από τις εχθρικές προφυλακές και το φυλούσαν 14 άνδρες με επί κεφαλής τον Λοχία Ζαφειρόπουλο Παναγιώτη. Στις 2.30 τα ξημερώματα της 16ης Ιουνίου, δύο Βουλγαρικοί Λόχοι κινήθηκαν με σκοπό να κυκλώσουν το φυλακείο, αλλά έγιναν αντιληπτοί από τον σκοπό. Η φρουρά πήρε θέσεις μάχης και ο Ζαφειρόπουλος έστειλε στο Καρασούλι αγγελιοφόρο να καλέσει ενισχύσεις .

Ο Ανθυπολοχαγός που ήταν στο Πολύκαστρο, δεν έδωσε αρχικά πίστη στα λόγια του αγγελιοφόρου, καθώς στην περιοχή αυτή υπήρχαν συνεχείς έριδες με αφορμή τη «γραμμή διαχωρισμού». Αλλά σαν άρχισε να ξημερώνει και έπεσαν οι πρώτες ντουφεκιές, τηλεφώνησε στις 5.30 στον Μέραρχο, για να αναφέρει την «συμπλοκή». Λίγο μετά, τηλεφώνησε στον Μέραρχο και ο Τχης Κουρέβελης του 6ου ΤΕ, αναφέροντας ότι από τις 4 το πρωί οι προφυλακές του Τάγματος στο χωριό Πλάγια  άκουγαν πυροβολισμούς από τη Μπογδάντσα  που είναι κοντά στη Γευγελή και πως εκτιμούσε ότι οι Βούλγαροι χτυπούν τις εκεί Σερβικές θέσεις. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Σέρβος Διοικητής της Γευγελής ειδοποίησε ότι 3 Βουλγαρικά Συντάγματα προσέβαλαν τις θέσεις του, από την κατεύθυνση της Δοϊράνης, και ζήτησε βοήθεια. Ο Μέραρχος ήταν πλέον σε συναγερμό. Κατά τις 8.00 τηλεφώνησε ξανά ο Τχης Κουρέβελης, αναφέροντας ότι το Βουλγαρικό Πυροβολικό άρχισε να χτυπάει τις Σερβικές οχυρώσεις που ήταν στην αριστερή όχθη του Αξιού, στη γέφυρα της Γευγελής.

Τώρα πια ήταν βέβαιο ότι επρόκειτο για προσχεδιασμένη ενέργεια μεγάλης κλίμακας και όχι για απλό τοπικό επεισόδιο. Με διαταγή του Μεράρχου, όλες οι μονάδες της 10ης ΜΠ τέθηκαν σε κατάσταση «ετοιμότητος προς εκκίνησιν».

Ο σκοπός της Βουλγαρικής επίθεσης κατά της Γευγελής ήταν φανερός: Να μας χωρίσουν από τους Σέρβους. Την ίδια ώρα, μία μεγάλη φάλαγγα, αφού πρώτα  αιφνιδίασε τον 24ο Λόχο Πεζικού στα ανατολικά μας, που φυλούσε το χωριό Κάστρο , βάδισε κατά τις 9.15 κατά των προφυλακών της δικής μας Διλοχίας, που φυλούσε την ανατολική όχθη του Αξιού. Ειδοποιήσαμε τον Μέραρχο ότι ο εχθρός είχε πλησιάσει σε απόσταση 500 μέτρων από το φυλακείο που είχε  ο Λόχος μας στα δεξιά του Πευκοδάσους.

Οι Διαταγές μας πρόβλεπαν την ανατίναξη της γέφυρας, για να μην την διαβούν και διεισδύσουν στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Και ήμασταν έτοιμοι για την ανατίναξη. Αλλά ο Μέραρχός μας, ο Παρασκευόπουλος, θεωρούσε τη Διαταγή λαθεμένη. Γιατί δεν είχαμε γεφυροσκευές, και πώς θα περνούσαμε ξανά το ποτάμι όταν ερχόταν η διαταγή της αντεπίθεσης; Και αν οι Βούλγαροι έλεγχαν το ποτάμι, θα απειλούσαν τα πλευρά και τα νώτα της Στρατιάς, αν αυτή ήθελε νε επιτεθεί προς το Κιλκίς.

Προς τιμή του, ο Παρασκευόπουλος πήρε τη μεγάλη ευθύνη να παρακούσει. Στις 10.10 αναφέραμε στον Μέραρχο την Βουλγαρική επίθεση, και ζητήσαμε την άδεια να υποχωρήσουμε και να ανατινάξουμε τη γέφυρα. Ο Μέραρχος έδωσε εντολή στο Μηχανικό να ετοιμάσει την ανατίναξη, τοποθετώντας τα γεμίσματα, αλλά να μην ανάψει τα φυτίλια. Και διέταξε και τη Διλοχία μας να κρατήσει τις θέσεις της «πάση θυσία», ενώ έστειλε αμέσως έναν ακόμη Λόχο για ενίσχυση. Διέταξε επίσης τον Φικιώρη, να περάσει τη γέφυρα και να μας ενισχύσει με ολόκληρο το υπόλοιπο 3ο Σύνταγμα, ενώ διέταξε και την Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού να μας υποστηρίξει με πυρά από την δεξιά όχθη .

Η μάχη ήταν σκληρή και οι Βούλγαροι πολυάριθμοι, και είχαν και πολυβόλα. Και ταυτόχρονα επιτέθηκαν και σε άλλα σημεία. Στις 11.20, ενημερώσαμε τηλεφωνικά τη Μεραρχία ότι το φυλακείο του Πευκοδάσους δέχεται επίθεση από ισχυρή Βουλγαρική φάλαγγα και ότι πρέπει η φρουρά να υποχωρήσει. Στις 11.30 ο Μέραρχος διέταξε και μία Ορειβατική Πυροβολαρχία να κινηθεί προς τη γέφυρα. Έδωσε επίσης εντολή στην Ημιλαρχία Ιππικού να αναλάβει τη φύλαξη της τηλεφωνικής γραμμής με τα Πλάγια, για να μη χαθεί η επαφή με το 6ο ΤΕ. Σαν έμαθε από τη Θεσσαλονίκη ότι οι Βούλγαροι είχαν επιτεθεί και σε άλλα μέρη, ο Μέραρχος μετέφερε το Στρατηγείο του από την Γοργόπη στην Αξιούπολη , ενώ διέταξε και τα Χειρουργεία να κινηθούν πιο κοντά στο μέτωπο: Αυτό της Γοργόπης να προωθηθεί προς Αξιούπολη και εκείνο της Γουμένισσας να πάει στην Γοργόπη. Και διέταξε επίσης να προωθηθούν οι Εφοδιοπομπές και οι Συζυγαρχίες, ενώ ειδοποίησε και την 3η Μεραρχία που ήταν πίσω και δεξιά μας.

Στις 5.30 το απόγευμα, οι Σέρβοι βαστούσαν ακόμη στη Γευγελή, αλλά είχαν αρχίσει να δείχνουν σημεία κόπωσης. Στις 6.00 ήρθε από το Γενικό Στρατηγείο η επιβεβαίωση ότι οι Βούλγαροι επιτέθηκαν ταυτόχρονα σε εμάς και τους Σέρβους, σε πολλά μέρη. Στις 6.30, εμείς αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε από το Πευκοδάσος, μην αντέχοντας άλλο στην εχθρική πίεση, ενώ μία ακόμη ισχυρή εχθρική φάλαγγα βάδιζε προς το Πολύκαστρο, με σκοπό να καταλάβει τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, όπου ήταν το τηλεφωνικό μας κέντρο. Στην ώρα επάνω, έφτασε το υπόλοιπο 3ο ΣΕ με επί κεφαλής τον Συνταγματάρχη μας τον Φικιώρη, που αφού πέρασε τη γέφυρα μαζί με την Ορεινή Πυροβολαρχία, επιτέθηκε με ορμή, κατευθύνοντας τα πυρά των πυροβόλων προς το ύψωμα 250, που μας είχαν πάρει λίγο πριν και είχαν στήσει τα πολυβόλα τους. Με τις πρώτες οβίδες καταστράφηκαν 2 εχθρικά πολυβόλα και η εχθρική προώθηση ανακόπηκε. Το ύψωμα 250 είχε στρατηγική σημασία, καθώς η εξασφάλισή του θα επέτρεπε την ασφαλή προέλαση της Μεραρχίας την επομένη μέρα. Στο μεταξύ μας άρχισε να νυχτώνει και οι μάχες σταμάτησαν.

Ο Μέραρχος εξέδωσε στις 7 μμ την παρακάτω Διαταγή:

«Οι Βούλγαροι άνευ κηρύξεως πολέμου προσέβαλον την 1, 7 και 10 Μεραρχία και Σέρβους. Ο Βασιλεύς αναχωρεί απόψε εξ Αθηνών και αφικνείται αύριον πρωίαν εις Θεσσαλονίκην. Από την στιγμήν ταύτην καίτοι δεν εκηρύχθη ο πόλεμος, θεωρούμεθα με τους Βουλγάρους εις εμπόλεμον κατάστασιν. Η 2α Μεραρχία διετάχθη να εκκαθαρίση την Θεσσαλονίκην από του Βουλγαρικού Στρατού απόψε. Έδωκε δε εις αυτούς ωριαίαν προθεσμίαν όπως καταθέσωσι τα όπλα. Κατά Διαταγήν του Βασιλέως άπασαι αι Μεραρχίαι θα εκκινήσωσι αύριον όπως επιτεθώσι κατά του εχθρού. Η Διαταγή Επιχειρήσεων θα εκδοθή υπό του Γενικού Στρατηγείου εντός της νυκτός.

Το 3ον Σύνταγμα θα εξασφαλίση την δια της γεφύρας πιθανήν διάβασιν  της αύριον. Ο Λόχος του Μηχανικού να αγρυπνή δια την γέφυραν, το 4ο Σύνταγμα ν’ ανακαλέση τους απεσπασμένους Λόχους του, η Μοίρα Πεδινού Πυροβολι-κού θα μείνη εις την ιδίαν θέσιν δια να υποστηρίξη την αυριανήν προέλασιν της Μεραρχίας. Η Μεραρχία θα σταθμεύση παρά την Μποέμιτσαν. Άπασαι αι προφυλακαί ν’ αγρυπνώσι.»

Οι Βούλγαροι επιτέθηκαν τη μέρα εκείνη σε όλες τις προφυλακές μας και παντού αποκρούστηκαν με αποφασιστικότητα, αφήνοντας πίσω νεκρούς και αιχμαλώτους. Η αντεπίθεσή μας θα άρχιζε αμέσως και με απροσδόκητη ορμή, εκπλήσσοντας τους Βουλγάρους, που δεν υπολόγιζαν σε κάτι τέτοιο.

Η πρώτη μέρα του πολέμου αυτού, μου άφησε μία απορία: Τι σχεδίαζαν οι Βούλγαροι να κάνουν; Στη διάρκεια του πρώτου πολέμου, εμείς μάθαμε ότι αν θες να νικήσεις, κάνεις τα σχέδιά σου, συγκεντρώνεις δυνάμεις, κηρύσσεις τον πόλεμο και ξεκινάς. Δεν υποχωρείς στην πρώτη αντίσταση που θα βρεις. Πίστευαν άραγε ότι μόλις βλέπαμε αντίκρυ μας τους πολυδιαφημισμένους «Πρώσους των Βαλκανίων» θα το βάζαμε στα πόδια; Αγνοούσαν το πόσο Στρατό είχαμε στο μέτωπο; Σχεδίαζαν να «αγκιστρώσουν» τις Μεραρχίες μας μπροστά από το Κιλκίς και το Λαχανά και να κατέβουν στη Θεσσαλονίκη από τα δυτικά, παίρνοντας την πόλη και αποκόβοντας έτσι τη Στρατιά μας για να την κυκλώσουν και να την καταστρέψουν; Σκόπευαν να επιτεθούν πρώτα στους Σέρβους κρατώντας αμυντική στάση απέναντί μας; Ποιος ξέρει ;

Θα σας πω τι νομίζω εγώ: Εγώ νομίζω πως δεν κατάλαβαν ότι δεν θα αφήναμε τα ελευθερωμένα αδέρφια μας στην τύχη τους, γνωρίζοντας το μίσος και τη βαρβαρότητα που είχαν δείξει οι Βούλγαροι στο προηγούμενο διάστημα, αλλά και στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Νομίζω ότι δεν είχαν μετρήσει το πάθος και το πείσμα που είχαμε μέσα μας. Δεν είχαν καταλάβει τι σήμαινε ότι απέναντί τους ήταν οι Εύζωνοι. Και θα πλήρωναν ακριβά την αλαζονεία και την ατιμία τους. Επειδή εμείς είχαμε σαφή σχέδια, για κάθε περίπτωση:

– Αν  η κύρια επίθεσή τους ήταν στα άκρα, που ήταν και το πιο απίθανο, οι 6 Μεραρχίες του Κέντρου είχαν διαταγή αν επιτεθούν και να συντρίψουν το εχθρικό δεξιό.

– Αν ενεργούσαν κατά μήκος της οδού Σερρών–Θεσσαλονίκης, θα έβρισκαν μπροστά τους την 4η και 6η ΜΠ, ενώ η 2η, 3η, 5η και 10η θα χτυπούσαν το δεξιό τους και η 1η με την 7η το αριστερό τους.

– Αν τέλος χτυπούσαν τα υψώματα μεταξύ Γαλλικού και Αξιού ποταμού, θα έβρισκαν αντιμέτωπη την 3η και 5η ΜΠ, ενώ η 10η θα χτυπούσε το δεξιό τους, η 2η ,4η και 6η το αριστερό τους, ενώ 1η και 7η θα προχωρούσαν με σκοπό να κόψουν την οδό υποχώρησής τους.

Ήμασταν έτοιμοι και τους περιμέναμε. Και δεν είχαμε σκοπό να χαριστούμε, στους «Πρώσους της Βαλκανικής». Θα τους συντρίβαμε.