Ναύαρχος Τσαϊλάς: Χρειαζόμαστε κυρίαρχο ναυτικό που θα έχει μια συμπαγή δύναμη κρούσεως προσανατολισμένη για πόλεμο και στα πέντε επίπεδα



Αυτό που πρέπει να κάνει άμεσα η ηγεσία της Ελλάδος, είναι να παύσει να αδιαφορεί για τη ναυπηγοεπισκευαστική μας δεινότητα

Ο υποναύαρχος ε.α. και γνωστός αναλυτής Δημήτρης Τσαϊλάς σχολιάζει το ζήτημα του Πολεμικού Ναυτικού που θα πρέπει να έχει η χώρα μας.

Ακολουθεί ολόκληρη η παρέμβασή του:  
Θαλάσσια ισχύς και εξωτερική πολιτική

Οι ελληνικές ηγεσίες πρέπει να λάβουν ορισμένες αρχές ως αυτονόητες και να αιτιολογήσουν από εκεί και πέρα την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής. Η βασική αρχή πρέπει να είναι ότι είμαστε ναυτικό έθνος. Πιστεύω ένθερμα σε ένα κυρίαρχο ναυτικό που θα έχει μια συμπαγή δύναμη κρούσεως προσανατολισμένη για πόλεμο και στα πέντε επίπεδα (υποβρύχιο-επιφανείας-αέρος-κυβερνοπόλεμο και διάστημα). Στην πραγματικότητα, το Πολεμικό Ναυτικό, είναι το όπλο που προορίζεται να κερδίσει τον έλεγχο της θάλασσας και να επιτηρήσει τη θαλάσσια κυκλοφορία προς όφελος του ελληνικού και παγκόσμιου εμπορίου, κατά ενός εχθρού όπως η Τουρκία. Ο οικονομικός πόλεμος στη θάλασσα αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα του Ελληνισμού.

Αυτό που πρέπει να κάνει άμεσα η ηγεσία της Ελλάδος, είναι να παύσει να αδιαφορεί για τη ναυπηγοεπισκευαστική μας δεινότητα. Να παύσουμε να απογυμνώνουμε το ναυτικό από την θαλασσοκρατορία περιορίζοντας το στόλο σε καθαρά θαλάσσιες επιχειρήσεις. Το να στερήσουμε το ναυτικό από την ικανότητά του να κάνει τη διαφορά σε όλο το ζωτικό θαλάσσιο χώρο του Ελληνισμού είναι μια κίνηση που θεωρείται ως μια χονδροειδή στρατηγική γκάφα, ξένη προς τις δοκιμασμένες στο χρόνο ελληνικές παραδόσεις.

Σε νέα ανάρτησή του δε πριν από λίγο προχωράει και σε ένα ακόμη σχόλιο σχετικά με τα ελληνοτουρκικά και τις διάφορες απόψεις που ακούγονται ένθεν κακείθεν: 
Εδώ είναι που λέμε "τουρκοαναλυτές, καθηγητές.. και παλληκάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια"

Κάποιος πρέπει να τους εξηγήσει, πρώτον ότι πρέπει να βελτιώσουν την κατανόησή τους για την ηγεσία του αντιπάλου, εν προκειμένω των Ελλήνων και την πιθανή συμπεριφορά μας κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ή σύγκρουσης. Λίγοι, θα μπορούσαν να συνδυάσουν τους τομείς τεχνογνωσίας για να εκπροσωπήσουν τη τουρκική ηγεσία σε μια κρίση ή έναν πόλεμο και αυτοί που τα λένε αυτά δεν μπορούν.

Δεύτερον, οι ειδικοί στην ανάλυση θα πρέπει να σκεφτούν πιο ολιστικά για τις στρατιωτικές επιδόσεις του αντιπάλου. Πολύ συχνά, η ανάλυση εστιάζει σε μια συγκεκριμένη πτυχή του πολέμου, όπως ο αποκλεισμός νήσου, και αποκλείει την υποδομή και τις αποστολές που υποστηρίζουν αυτήν την πτυχή. Τα αεροσκάφη, τα πλοία, και οι πύραυλοι είναι απλώς όπλα. Χρειάζονται πληροφορίες, διοίκηση και έλεγχος, υλικοτεχνική υποστήριξη και τέλος ανθυποβρυχιακή επιχείρηση όπου οι ελληνικές δυνάμεις έχουν το πλεονέκτημα με τα νέα υποβρύχια.

Τρίτον, η όποια ανάλυση θα πρέπει να λαμβάνει καλύτερα υπόψη τις πραγματικές συνθήκες. Ένα ελάττωμα στις εξετάσεις τουρκικών οπλικών συστημάτων είναι η χρήση ενός μέγιστου αποτελεσματικού βεληνεκούς για τη δημιουργία ακτίνας, τη χάραξη ενός μεγάλου κόκκινου κύκλου και την ανακήρυξή του ως «ζώνης εκτέλεσης πυρών». Τέτοιες αναπαραστάσεις τείνουν να υπερεκτιμούν κατά πολύ την ικανότητα μάχης, ειδικά όταν παράγοντες όπως τα αντίμετρα, ο καιρός και η σύγχυση του νησιωτικού συμπλέγματος περιορίζουν την απόδοση του συστήματος.