Δείτε τι έγινε όταν ο Ιμπραήμ βρήκε 2.000 Μανιάτες



Η μάχη στον Πολυάραβο που έληξε στις 28 Αυγούστου 1826 σηματοδότησε το τέλος των προσδοκιών του Ιμπραήμ να καταλάβει την Μάνη.

Κι αυτό διότι στον Πολυάραβο και μετά τη συντριβή του, ο Αιγύπτιος Στρατηγός κατάλαβε ότι αν συνέχιζε την εκστρατεία στην Μάνη, ο στρατός του θα καταστρεφόταν. Επέστρεψε στην Τριπολιτσά ενώ ταυτόχρονα οι Μανιάτες με το θρίαμβό τους είχαν τονώσει (εκ νέου) το ηθικό των αγωνιζόμενων Ελλήνων.

Όλα άρχισαν στα τέλη Μαϊου του 1826 όταν ο Ιμπραήμ, με την πρόφαση ότι ο πρόκριτος της Μάνης, Γιωργάκης Μαυρομιχάλης δεν τήρησε συμφωνία, απείλησε ότι αν δε δηλώσουν υποταγή οι Μανιάτες τότε θα καταστρέψει την περιοχή.

Φυσικά οι Μανιάτες απέρριψαν την πρότασή του. Ο Αιγύπτιος πασάς πήρε την απόφαση να εκστρατεύσει κατά της ανυπότακτης περιοχής και στα μέσα Αυγούστου συγκέντρωσε το στρατό του στα περάσματα που οδηγούσαν από τον Μυστρά προς την Μάνη.

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και άλλοι οπλαρχηγοί έβλεπαν τις κινήσεις του Αιγύπτιου στρατηγού και άρχισαν να κινητοποιούν και να ξεσηκώνουν τους Έλληνες.

Ο Ιμπραήμ ετοιμάστηκε να προελάσει προς τον Πολυάραβο αλλά ήδη τους περίμεναν 2 χιλιάδες Μανιάτες πολεμιστές.

Αρχικά από τους 12 χιλιάδες στρατιώτες που είχε ο Ιμπραήμ, έστειλε τους τρεις χιλιάδες σαν εμπροσθοφυλακή για να ανοίξουν το δρόμο. συνάντησαν μεγάλη αντίσταση από την οικογένεια Σταθάκου που ταμπουρωμένοι στον πύργο τους στη Δεσφίνα καθυστέρησαν σημαντικά την προέλαση δίνοντας χρόνο στους Έλληνες που άρχισαν να συγκεντρώνονται στον Πολυάραβο να καταλάβουν τις προθέσεις του Ιμπραήμ και να λάβουν αμυντικές θέσεις.

Οι Έλληνες στην πρώτη αμυντική γραμμή που δημιούργησαν στη θέση Προφήτης Ηλίας του Πολυάραβου, απώθησαν εύκολα τους Άραβες που στάλθηκαν σαν ανιχνευτές. Τους εξόντωσαν όλους πλην δύο οι οποίοι γυρίζοντας πίσω στο κυρίως σώμα περιέγραψαν την κατάσταση

Ο Ιμπραήμ διέταξε ολομέτωπη επίθεση αλλά και πάλι δεν κατάφερε το παραμικρό. Ζήτησε να επιτεθεί περισσότερος στρατός αλλά και πάλι οι επιθέσεις αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία.
Τα Αιγυπτιακά στρατεύματα παρέμειναν επί τόπου έτοιμα να επιτεθούν ξανά με το χάραμα. Όταν όμως έπεσε το σκοτάδι οι Έλληνες οπλαρχηγοί συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και τραβήχτηκαν στη δεύτερη γραμμή άμυνας χωρίς να τους αντιληφθούν οι Άραβες.

Με το χάραμα οι εχθροί διαπίστωσαν ότι οι Έλληνες ήταν ταμπουρωμένοι σε άλλο σημείο, ψηλότερα.

Προ της έκπληξης του Ιμπραήμ για την αλλαγή των σχεδίων του διέταξε ένα τάγμα να βαδίσει κυκλικά στον Πολυάραβο ενώ επιχείρησε ολομέτωπη επίθεση κατά της δεύτερης γραμμής άμυνας.

Εκεί όμως τον περίμεναν οι Έλληνες που τους αποδεκάτισαν χτυπώντας τους από τρεις μεριές συγχρόνως. Οι Άραβες σε αντιπερισπασμό άρχισαν να βάλουν με τα κανόνια τους εναντίον των θέσεων των Ελλήνων αλλά λόγω της μεγάλης κλίσεως του εδάφους και της δυσκολίας να κινηθούν οι τροχοί στην ανωμαλία του εδάφους δεν κατόρθωσαν και πολλά πράγματα.

Το χειρότερο όμως ήταν ότι ο στρατός του Ιμπραήμ πολεμούσε ακάλυπτος ενώ οι Μανιάτες βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση.

Σε μία νέα προσπάθεια διέταξε παραπλανητική μετωπική επίθεση κατά των αμυνομένων στη θέση Δερβέν Φούρκα, ενώ ο ίδιος με την υπόλοιπη δύναμή του δια της ατραπού Στενοδιάβατα και της ημιονικής οδού Πέρα Κάμπου βάδιζε κυκλικά προς τη Λάκκα Στεφανάκου για να βγει στα νώτα των Ελλήνων αμυνομένων.

Είχε δώσει διαταγή, μόλις έφθανε εκεί να ενταθεί η μετωπική επίθεση των άλλων και να επιτεθούν συγχρόνως και δυναμικά εναντίον των αμυνομένων.

Αν και το σχέδιο ήταν πολύ έξυπνο, ο συντονισμός δεν πέτυχε διότι το σώμα εκείνο που επετίθετο μετωπικά καθυστέρησε λόγω της αντίστασης των αμυνομένων και έπιασε η νύχτα.

Έτσι η συντονισμένη και ταυτόχρονη επίθεση, μετωπική και πλευρική των εχθρικών τμημάτων εναντίον των αμυνομένων τελικά δεν έγινε.

Οι Έλληνες παρακολουθώντας τις κινήσεις του Ιμπραήμ εγκατέλειψαν τη νύχτα τη δεύτερη γραμμή άμυνας και ταμπουρώθηκαν στο χωριό.

Έχοντας το πλεονέκτημα της νέας αμυντικής θέσης τους και το ηθικό πολύ ανεβασμένο σε αντίθεση με τους Άραβες που ήσαν πολύ κουρασμένοι, διψασμένοι και με ηθικό πολύ πεσμένο, η τρίτη μέρα του πολέμου ξημέρωσε.

Με τον Ιμπραήμ να έχει ανεβάσει όλο το στράτευμά του στον Πολυάραβο και αποφασισμένο να ξεμπερδεύει για να βαδίσει μπροστά και να χωρίσει τη Μάνη στα δύο.
Ταυτόχρονα οι Έλληνες διαρκώς ενισχύονταν από μαχητές που έφταναν από όλα τα μέρη της Λακωνίας και τις γύρω περιοχές. Στις 8 το πρωί της 3ης μέρας ο Ιμπραήμ διέταξε μετωπική και πλευρική επίθεση και με το πυροβολικό να βάλει από την Λάκκα του Στεφανάκου.

Κατά τις 11 η ώρα οι Άραβες έφθασαν πλησιέστερα στους Έλληνες σε απόσταση βολής και άρχισαν να πυροβολούν ενώ κατά τις 2 είχαν καθηλωθεί εκεί που ευρίσκοντο λόγω των συνεχών βολών των αμυνομένων.

Αφού είδαν οι Έλληνες ότι οι Άραβες ήταν σε αυτή την κατάσταση και πολύ κουρασμένοι, βγήκαν από τα ταμπούρια τους και τους επιτέθηκαν με κραυγές αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν κυνηγώντας τους μέχρι την πρώτη θέση άμυνας κοντά στον Προφήτη Ηλία, έξω από το χωριό.

Κάποιο τάγμα που επιχειρούσε πλευρική επίθεση από τα βουνά, μόλις έμαθε ότι οι υπόλοιποι καταδιώχθηκαν, διαλύσανε και αυτοί φεύγοντας προς διάφορες διευθύνσεις για να σωθούν. Μερικές μεμονωμένες διεισδύσεις που έγιναν στο χωριό και ιδιαίτερα προς την πηγή για νερό αντιμετωπίστηκαν χωρίς πρόβλημα.

Στον Πολυάραβο, ο Ιμπραήμ, μια ισχυρή φυσιογνωμία της εποχής του, υπέστη νέα μεγάλη ταπεινωτική ήττα από τους Μανιάτες κατά την τριήμερη μάχη. Ντροπιασμένος και ηττημένος, συγκέντρωση τα στρατεύματά του, εκτίμησε την κατάσταση και αποφάσισε να υποχωρήσει.

Ήταν ο θρίαμβος (ακόμα ένας) της αδούλωτης Μάνης που έσωσε την Ελληνική Επανάσταση, ταπείνωσε τον Ιμπραήμ και στον Πολυάραβο γράφτηκε μια χρυσή σελίδα για την επερχόμενη ανεξαρτησία.

Αξίζει όμως να αναφερθεί ένα ακόμα επεισόδιο κατά τη μάχη του Πολυάραβου που αφορά την παρ ολίγον δολοφονία του Ιμπραήμ.
Η ιστορία αυτή έχει ως εξής:

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων εναντίον των Ελλήνων έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του ίδιου του Ιμπραήμ. Πέντε τολμηροί νέοι από τα Σκυφιάνικα αποφάσισαν να τον σκοτώσουν για να απαλλάξουν μια και καλή τη Μάνη και όλη την Ελλάδα.

Για τον σκοπό αυτό, βγήκαν από το χωριό και δια μέσου ανωμάλων και απότομων χαραδρών έφθασαν έρποντες στο διπλανό βουνό όπου ήταν εγκατεστημένος μαζί με τους επιτελείς του ο Ιμπραήμ ο οποίος περιστοιχιζόταν από πολλούς αξιωματικούς και επιτελείς.

Αθέατοι, ένας από αυτούς σημάδεψε με προσοχή έναν, που ήταν όμως αξιωματικός και όχι ο ίδιος ο Ιμπραήμ, καθώς ξεγελάστηκε από την πλουμιστή φορεσιά που φόραγε και τον σκότωσε.

Στον πανικό της δολοφονίας οι πέντε νεαροί τράπηκαν σε φυγή, αλλά δυστυχώς ο Ιμπραήμ γλίτωσε ο οποίος όμως πολύ φοβήθηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το παρατηρητήριό του.