Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 11 Σεπτεμβρίου, ο Αλέξης Παπαχελάς, σχολιάζοντας την ενόχληση που
προκαλεί στην Τουρκία η διεύρυνση της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα, μέσω
και συμφωνιών όπως αυτή για τον λιμένα Αλεξανδρουπόλεως, έθιγε και την πτυχή
του τουρκικού αιτήματος για την πώληση μαχητικών F-16V.
Ως προς αυτό το κομβικής σημασίας ζήτημα για την εξέλιξη του ελληνοτουρκικού
ισοζυγίου ισχύος, ο έγκριτος δημοσιογράφος επεσήμαινε ότι το τουρκικό αίτημα
αντιμετωπίζεται κατ’ αρχάς θετικά από την αμερικανική κυβέρνηση. Προέκτεινε
όμως την υπόθεση, αποκαλύπτοντας την συζήτηση μεταξύ Αθηνών και Ουάσιγκτον,
επί του θέματος. Έγραφε συγκεκριμένα:
«Επειδή όμως η κυβέρνηση Μπάιντεν θα προσπαθήσει, παρ’ όλα αυτά, να προχωρήσει
τη συμφωνία για τα F-16, έχει προκύψει ένα νέο δόγμα, το οποίο προς το παρόν
συζητείται πίσω από κλειστές πόρτες ανάμεσα στην Αθήνα και στην Ουάσιγκτον. Η
ιδέα είναι ότι η Τουρκία θα παίρνει “ό,τι δικαιούται” από πλευράς εξοπλισμών,
αλλά οι ΗΠΑ θα διασφαλίσουν πως η Ελλάδα θα προμηθεύεται οπλικά συστήματα που
θα της εξασφαλίσουν ένα “ποιοτικό πλεονέκτημα”. Θα παίρνουν δηλαδή οι Τούρκοι
την αναβάθμιση των F-16 αλλά η Ελλάδα θα προχωράει ένα επίπεδο πιο πάνω
ζητώντας ένα σύστημα ή κάποιον συγκεκριμένο τύπο εξοπλισμού που θα θεωρείται
πιο προχωρημένος και θα της δίνει ένα τακτικό πλεονέκτημα. Πρόκειται για μια
μετεξέλιξη της φόρμουλας 7:10 στην παροχή υλικού προς την Ελλάδα και την
Τουρκία που δέχθηκε η Αθήνα για την άρση του εμπάργκο που είχε επιβάλει το
Κογκρέσο μετά την εισβολή στην Κύπρο. Η φόρμουλα αυτή μπορεί να ικανοποιήσει
τα ελληνικά συμφέροντα –σύμφωνα με έμπειρους αξιωματούχους– αν και πρόκειται
για… ακριβή λύση που δεν μοιάζει να μπορεί να καλυφθεί από αμερικανικά
κονδύλια, αυτή τη στιγμή».
Αποκαλύπτεται επί της ουσίας το πλαίσιο – βάση στο οποίο Ουάσιγκτον και Αθήνα
συνεννοούνται για εξεύρεση αποδεκτής και από ελληνικής πλευράς λύσεως στο
αμερικανοτουρκικό ζήτημα. Η εξέλιξη πηγάζει είτε από τις πρόνοιες των
συμφωνιών ενισχύσεως της διμερούς στρατηγικής σχέσεως (MDCA), είτε από το
νομοθετικό πλαίσιο που προωθείται στις ΗΠΑ και συσχετίζει την τουρκική
προκλητική αεροπορική δραστηριότητα στο FIR Αθηνών με την πώληση F-16V, είτε
και από τα δύο.
Σύμφωνα με τον Παπαχελά, το τουρκικό αίτημα θεωρείται από την Ουάσιγκτον
“δίκαιο”. Προφανώς το τουρκικό αίτημα για επιστροφή των επενδύσεων που έγιναν
από την Άγκυρα ως μέλος του προγράμματος F-35, πρέπει με κάποιον τρόπο να
ικανοποιηθεί από τις ΗΠΑ, είτε χρηματικά είτε (καλύτερα) με προμήθεια
εναλλακτικού υλικού. Καθώς η συμφωνία για το F-35 αφορούσε την Lockheed
Martin, είναι φυσικό να αναζητηθεί συμφωνία για ένα εναλλακτικό προϊόν αυτής,
όπως το F-16V.
Ως “αντάλλαγμα”, οι ΗΠΑ προσφέρουν στην Αθήνα ή αυτή ζητεί από τις πρώτες, την
αγορά πιο προηγμένων μαχητικών όπως το F-35, που θα προσδίδει “ποιοτικό
πλεονέκτημα” στην Πολεμική Αεροπορία, εφόσον θα αποκλειστεί στο διηνεκές η
πώληση F-35 στην Άγκυρα. Πρόκειται για αντάλλαγμα ανάλογο της φόρμουλας 7:10
στην παραχώρηση μεταχειρισμένου υλικού σε Ελλάδα και Τουρκία, που διεκδίκησε
και έλαβε από τις ΗΠΑ η Αθήνα στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970,
προκειμένου να άρει το επιβληθέν εμπάργκο όπλων στην Τουρκία λόγω της εισβολής
στην Κύπρο.
Μια τέτοια συμφωνία θα εξουδετερώσει τους προωθούμενους νομοθετικώς
περιορισμούς στην πώληση αεροπορικού υλικού στην Τουρκία, εφόσον αυτή
συνεχίζει τις προκλητικές πτήσεις στο FIR Αθηνών. Και εδώ πρέπει να
επισημανθεί ότι οι προκλήσεις δεν διαφέρουν επί της ουσίας, είτε προέρχονται
από F-35, F-16 ή μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Βεβαίως η προτεινόμενη νομοθετική
ρύθμιση, αφήνει “παράθυρο” στον Αμερικανό πρόεδρο να εγκρίνει πωλήσεις όπλων
στην Τουρκία, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφαλείας. Αλλά είναι προφανές ότι
εάν η ελληνική πλευρά πετύχει να υπάρχει μία σχετική νομοθετική πρόνοια, ως
επικρεμάμενη δαμόκλειος σπάθη, θα υπάρχει ένας μοχλός πιέσεως για την τουρκική
παραβατική συμπεριφορά που αποσταθεροποιεί την περιοχή. Από αυτή την άποψη, η
ένταση των τουρκικών παραβάσεων, παραβιάσεων και υπερπτήσεων, όπως και η
παγίωση των παρανόμων εισόδων από UAV, εξυπηρετεί την ελληνική
επιχειρηματολογία και διευκολύνει την πολιτική της.
Καθώς η ελληνοαμερικανική “διαπραγμάτευση” ως προς την πώληση F-16V στην
Τουρκία συνεχίζεται, είναι καλό να τεθούν προς την αμερικανική πλευρά
ορισμένες προεκτάσεις, ως προς τους “λόγους εθνικής ασφαλείας”.
Την στιγμή που η τουρκική αεροπορική παραβατική δραστηριότητα εναντίον μιας
συμμάχου χώρας συνεχίζεται στο FIR Αθηνών, το πράσινο φως για F-16V, θα
ερμηνευθεί ως επιβράβευση της πειρατικής και αποσταθεροποιητικής πολιτικής της
Αγκύρας. Μπορούν οι ΗΠΑ να δεχθούν ότι αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους;
Η πώληση F-16V στην Τουρκία, παρακάμπει την νομοθεσία CAATSA και αυτό
υποβαθμίζει το κύρος των ΗΠΑ, ιδίως έναντι ενός συμμάχου ο οποίος και στην
περίπτωση του πολέμου της Ουκρανίας διαφοροποιείται από την συμμαχική γραμμή.
Η πώληση F-16V, είναι ίσως η τελευταία πώληση αμερικανικών μαχητικών
αεροπλάνων στην Τουρκία, καθώς η Άγκυρα έχει δρομολογήσει πρόγραμμα αναπτύξεως
μελλοντικού μαχητικού, που εφόσον όλα εξελιχθούν ομαλώς, θα μπορεί να
υπολογίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 2030. Αξιολογούν οι ΗΠΑ ως τόσο
απαραίτητη την εξασφάλιση συμβάσεως 2-3 δισ. $ για τα F-16V, διακινδυνεύοντας
με αυτό τον τρόπο την αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής από μια τουρκική
επίθεση την επομένη 10-15ετία εναντίον του Ελληνισμού;
Η Τουρκία έχει περιορίσει δραστικώς τις προμήθειες αμερικανικών οπλικών
συστημάτων, λόγω της κρατικής πολιτικής για ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής
βιομηχανίας. Τα τελευταία έτη, οι τουρκικές προμήθειες αμερικανικού υλικού
αφορούσαν ελικόπτερα Sea Hawk για το ναυτικό, CH-47F Chinook για τον στρατό
και αμφίβια τεθωρακισμένα της BAE Systems (που εμφανίζονται ως το εγχώριο ΖΑΗΑ
της FNSS), εξαντλώντας την δυναμική. Σε προγράμματα συναναπτύξεως, η
αμερικανοτουρκική συνεργασία φαίνεται να περιορίζεται στα βλήματα αέρος –
αέρος Bozdoğan και Gökdoğan, καθώς και στα αεροπορικά ηλεκτρονικά (πρόγραμμα
Özgür) ενώ για αεροπορικές πλατφόρμες προτείνονται αμερικανικής προελεύσεως
κινητήρες. Τα προγράμματα αυτά, εμπίπτουν ή όχι στο καθεστώς των κυρώσεων
CAATSA; Ιδίως τα προγράμματα που σχετίζονται με την εναέρια ισχύ, μπορούν να
αναδειχθούν ως μείζων πηγή ανησυχίας για την ελληνική πλευρά, συσχετιζόμενα με
την ενθάρρυνση της τουρκικής επιθετικότητος στον αέρα.
Η διατήρηση των αμερικανικών νομοθετικών περιορισμών στις πωλήσεις αεροπορικού
υλικού και ανταλλακτικών προς την Τουρκία, συνιστά βήμα ελέγχου – περιορισμού
της εντεινόμενης τουρκικής επιθετικότητος έναντι μιας συμμάχου χώρας και
σημαντικού εταίρου των ΗΠΑ.
Όλα τα ανωτέρω, είναι πολύ ουσιαστικά και σημαντικής βαρύτητας ζητήματα για
την ελληνική πλευρά, εν σχέσει με την “προσφορά” της προμήθειας F-35 ως
αντάλλαγμα για το πράσινο φως στα τουρκικά F-16V.