Η “μισή δουλειά” με την αναβάθμιση των Leopard 2A4



Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Ένα από τα προγράμματα αναβαθμίσεως συστημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων, που απασχόλησε το ΚΥΣΕΑ της 12ης Οκτωβρίου, κατά την διατύπωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, ήταν αυτό των αρμάτων Leopard 2A4. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, το πρόγραμμα εγκρίθηκε από το ΣΑΓΕ την προηγουμένη ημέρα, σύμφωνα με την νέα διαδικασία εγκρίσεως από τα αρμόδια όργανα.

Υπενθυμίζεται ότι το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (ΑΣΣ) είχε εγκρίνει Μελέτη Ολοκληρωμένης Πρότασης Υποπρογράμματος (ΜΟΠΥ) μόλις στις 30 Μαΐου αλλά η διαδικασία επαναλήφθηκε για να έλθει τώρα στο ΣΑΓΕ. Στην απόφαση προ 4,5 μηνών, προβλεπόταν η αναβάθμιση του συνόλου των 183 Leopard 2A4 κόστους 1,18 δισ. € σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες του ΔΟΥΡΕΙΟΥ ΙΠΠΟΥ αλλά τώρα, το πρόγραμμα αφορά 123 άρματα και το κόστος έχει συρρικνωθεί σε 500 εκατ. € περίπου. 

Για ποιον λόγο έγινε αυτή η μεταβολή; Επισήμως, ως αιτία παρουσιάζεται η επίκληση οικονομικής στενότητος από τα Γενικά Επιτελεία, σε συνδυασμό και με ανάγκες προωθήσεως άλλων προγραμμάτων. Το αποτέλεσμα είναι ότι το πρόγραμμα των Leopard 2A4 χάνει την “προστιθέμενη αξία” που είχε για το Όπλο του Ιππικού – Τεθωρακισμένων ως προς το επιχειρησιακό σκέλος, για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω και το ΓΕΣ οδεύει σε “μισές δουλειές”.

Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν ισχύουν αναφορές διαφόρων μέσων που απλώς αναπαράγονται εσφαλμένα από άλλα, ότι η απόφαση αφορά και την αναβάθμιση αριθμού αρμάτων Leopard 1A5. Η αναβάθμιση 190 Leopard 1A5 υφίσταται ως μελέτη κι επιδίωξη της ΔΙΤ/ΓΕΣ αλλά δεν έχει προχωρήσει.

Κατά δεύτερο λόγο, σημειώνεται ότι η πρόταση της KMW προέβλεπε όχι μόνο την αποκατάσταση της διαθεσιμότητος των Leopard 2A4 αλλά και την κατά μέγα μέρος αναβάθμιση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων τους, σύμφωνα με το πρότυπο Leopard 2A7V που πιστοποιήθηκε προ ολίγων ετών. Με αυτό τον τρόπο, τα εν λόγω άρματα θα ανήρχοντο σε επίπεδο ανώτερο των 170 Leopard 2 HEL, με εγγυημένη υποστήριξη για 15 έτη.

Με την νέα απόφαση, το περικομμένο πρόγραμμα αφορά ΜΕΡΙΚΗ αναβάθμιση και μόνο των 123 Leopard 2A4 με πρόβλεψη αναβαθμίσεως των υπολοίπων σε δεύτερη φάση, επιπλέον κόστους 200 εκατ. € περίπου. Μερική αναβάθμιση, απέχει από την αντίληψη περί συνολικού οπλικού συστήματος. Η μερική αναβάθμιση, θα περιλαμβάνει μόνο ορισμένα στοιχεία από την έκδοση 2Α7V, επομένως θα είναι μια ενδιάμεση, που σε ορισμένα στοιχεία θα υπερέχει και σε άλλα θα υστερεί της εκδόσεως 2 HEL! 

Ενδεικτικώς, η αναβάθμιση θα έχει πυρήνα το Σύστημα Ελέγχου Πυρός, τα σκοπευτικά και τα ηλεκτρονικά εν γένει, υπερέχοντας σε επιδόσεις αποκαλύψεως και αναγνωρίσεως στόχων κατά τον νυκτερινό αγώνα, εν σχέσει με το Leopard 2 HEL. Εν τούτοις τα αναβαθμισμένα άρματα δεν θα φέρουν το πυροβόλο L55 ανωτέρων επιδόσεων βεληνεκούς, αλλά μάλλον μόνο υποδομή εγκαταστάσεως (ready to fit). Πρόκειται για δώρο – άδωρο, καθώς το πυροβόλο L44 δεν θα επιτρέπει μεγιστοποίηση της εκμεταλλεύσεως των βελτιωμένων επιδόσεων των νέων σκοπευτικών, εξακολουθώντας να υστερεί έναντι μελλοντικών απειλών όπως το άρμα Altay.

Η επιλογή αυτή, υπονομεύει τον μακροχρόνιο σχεδιασμό της ΔΙΤ/ΓΕΣ, καθώς ο αρχικός προγραμματισμός ήθελε την αναβάθμιση με πολύ λογικό κόστος των Leopard 2A4 ώστε ως 2A7 (V στην ιδανική περίπτωση) θα ανταποκρινόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στις σύγχρονες επιχειρησιακές απαιτήσεις. Εν συνεχεία, θα ερχόταν η σειρά αναβαθμίσεως των Leopard 2 HEL (που ήδη εμφανίζουν σημάδια “τεχνολογικής γηράνσεως”) την περίοδο που αυτά θα συμπλήρωναν 30 έτη υπηρεσίας, ώστε σε βάθος χρόνου η ελίτ του Όπλου να διατηρηθεί ακμαία.

Τώρα, με το πετσόκομμα του προγράμματος, διασώζεται το δυναμικό των Leopard 2A4 που έχει αρχίσει να απαξιώνεται, περιερχόμενο σταδιακώς σε καθεστώς κανιβαλισμού αναντικατάστατων μονάδων.

Σε βιομηχανικό επίπεδο, το πετσοκομμένο πρόγραμμα δεν θα εξασφαλίσει αυτά που υποσχόταν η συνολική αναβάθμιση σε επίπεδο βιομηχανικής εμπλοκής ελληνικών εταιρειών, ούτε θα δώσει χώρο για διεκδίκηση “δώρων” στην μορφή γερμανικού υλικού προς τον Ελληνικό Στρατό.

Το μέλλον για το ΓΕΣ, μπορεί να το φανταστεί ο καθένας με στοιχειώδη εικόνα για την υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων στην Ελλάδα. Χωρίς προγραμματισμό και με αποσπασματικές κινήσεις, τις οποίες επιτείνει η μη σταθερή χρηματοδότηση για επενδύσεις στην Άμυνα, διακυβεύεται η υλοποίηση της προαιρέσεως για ολοκλήρωση του μερικού εκσυγχρονισμού των Leopard 2A4 ενώ πολύ πιθανό να μην υλοποιηθεί ποτέ η πλήρης αναβάθμιση σε επίπεδο 2A7V. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η σημερινή επένδυση των 500+200 εκατ. € δεν θα έχει πετύχει παρά μόνο μια τρύπα στο νερό.

Το σενάριο πλήρους εγκαταλείψεως του ενδεχομένου μελλοντικής αναβαθμίσεως σε 2Α7V, υποστηρίζεται και από την απλή, σκληρή και αναπόφευκτη πραγματικότητα της απώλειας των προνομιακών τιμών που κατέθεσε η γερμανική πλευρά τον Δεκέμβριο του 2021. Όπως έχουμε γράψει ήδη, οι Γερμανοί, στην προσπάθειά τους να διευκολύνουν την λήψη αποφάσεως από την Αθήνα για συνολική εξωδικαστική διευθέτηση και επένδυση στην χώρα, προσέφεραν ιδιαιτέρως προνομιακές τιμές, μικρότερες κατά 20-30% σε σχέση με αυτές που είχαν προταθεί προ ετών, μέσω ενός προγράμματος που προωθούσε στην Ευρώπη η EDA! Έκτοτε όμως, μετά την κρίση που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυτή η προσφορά έχει καταστεί δύο φορές πιο… εξωπραγματική, καθώς το κόστος των πάντων έχει εκτοξευτεί. Με πρόχειρες εκτιμήσεις, αν άρχιζε σήμερα η ίδια διαπραγμάτευση, η προσφορά των 1,18 δισ. € θα ξεπερνούσε το 1,6 δισ. €! Το ποιος εξυπηρετείται, είναι προφανές.

Αντί τα Γενικά Επιτελεία να εκμεταλλευθούν αυτή την ευκαιρία που όχι μόνο θα διέσωζε δημόσιο χρήμα και θα εξασφάλιζε τα μέγιστα σε επιχειρησιακό όφελος για το Όπλο, καταντούν για άλλη μια φορά ένα μείζον εξοπλιστικό πρόγραμμα σε “μισή δουλειά”. Όταν έπειτα από κάποια χρόνια θα ζητηθούν τιμές για να ολοκληρωθεί η “μισή δουλειά”, οι τιμές που θα δουν οι επιτελείς, δεν θα αρέσουν καθόλου και θα μέμφονται τους προκατόχους. Τότε, ίσως βρεθούν προ του διλήμματος να “παρατήσουν” τα μη εκσυγχρονισμένα Leopard 2A4 και να ρίξουν όλο το βάρος στα Leopard 2 HEL.

Συνοψίζοντας, ως προς την περίπτωση αυτή, η απόφαση της κυβερνήσεως Μητσοτάκη να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία εξευρέσεως εξωδικαστικής λύσεως για την διευθέτηση υποθέσεων του παρελθόντος, θα διαφυλάξει το κύρος της χώρας, θα διασώσει δημόσιο χρήμα που θα έπρεπε να καταβληθεί για αποζημειώσεις και θα φέρει μια σοβαρή επένδυση στην χώρα. Θα χάσει όμως την ευκαιρία σοβαρών οικονομιών και την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών του ΓΕΣ από την προνομιακή γερμανική προσφορά, δημιουργώντας προϋποθέσεις μελλοντικής σπατάλης, όταν οι φορολογούμενοι θα κληθούν να πληρώσουν το κατά πολύ αυξημένο κόστος της υπόλοιπης “μισής δουλειάς” που αφήνουν κληρονομιά οι σημερινοί αρμόδιοι.

Ενδιαφέρον έχει, εάν στην διαδικασία από εδώ και πέρα, στην διαπραγμάτευση, υπάρχει περιθώριο χειρισμών της τελευταίας στιγμής.