«Συνεργατική» στρατηγική στο Κυπριακό με τους Τουρκοκύπριους που θέλουν πραγματικά λύση εκτός σχεδίων Άγκυρας



Πριν από ένα χρόνο περίπου είχε πέσει στα χέρια μου ένα ενδιαφέρον, τοπιογραφικό βιβλίο από την Κύπρο του αρχιτέκτονα Ανδρέα Φιλίππου, ο οποίος — μέσα σε έξι θεματικές ενότητες — μπόρεσε να συγκεντρώσει εκατοντάδες μορφολογικούς χάρτες και υδατογραφίες του νησιού με οδοδείκτη ένα γλωσσάρι όρων και ένα ευρετήριο-οδηγό του 50χρονου οδοιπορικού του στην Μεγαλόνησο, με προφανή στόχο να παρουσιάσει τα τεκμήρια εγκατάλειψης και φθοράς της.

Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου

Τεκμήρια εγκατάλειψης και φθοράς τα οποία — όπως ομολογεί ο συγγραφέας υπαινικτικά, χωρίς να κρύβει την πικρία του — ”εξαφανίζονται σε κάθε επόμενη επίσκεψη” του. Γεγονός που κρούει καμπάνες κινδύνου για εκτεταμένη και ποικιλόμορφη εγκατάλειψη του νησιού.

Το ξαναδιάβασα φέτος και το συνταίριαξα με την εγκατάλειψη του Κυπριακού  και το τελευταίο (από τη θέση του ΠτΚΔ) Πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Νίκου Αναστασιάδη, που μιλάει για την περηφάνια του γιατί έκανε οικονομικά εύρωστη την Κύπρο και την απογοήτευσή του για τη μη λύση του Κυπριακού.

Αυτό το τελευταίο, δυστυχώς, προκαλεί θυμηδία γιατί έγινε πλέον μόνιμη επωδός των αποχαιρετιστήριων λόγων των (διεκπεραιωτών της εξουσίας) Κυπρίων Προέδρων. Προκαλεί θυμηδία γιατί είναι γνωστό τοις πάσι ότι η ”οικονομική ευρωστία” της Μεγαλονήσου έχει μικρή σημασία όσο η Κύπρος είναι μισή.

Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Μιλούν και φωνάζουν τον πόνο ψυχής των αφυπνισμένων Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων οι οποίοι αντιλαμβάνονται από καιρό ότι αμφότεροι οι εκπρόσωποι του Ελληνισμού (Ελλάδα και Κύπρος) έχουν σηκώσει λευκή σημαία στο Κυπριακό.

Λευκή σημαία συμβιβασμού και παράδοσης της κυπριακής πολιτικής σκηνής προς χάριν της… μακροβιότητας της  ειρήνης και προς επίρρωση της ”κατευναστικής” πολιτικής της Αθήνας. Μόνο που η ειρήνη αυτή είναι επιφανειακή και ταπεινωτική, γιατί διατηρεί συν τω χρόνω την τουρκική παρουσία στην Κύπρο  (αύξηση της κατοχικής δύναμης στο βόρειο τμήμα της, εποικισμός  Βαρωσίων-Αμμοχώστου και εγκατάσταση τουρκικών βάσεων στα Κατεχόμενα).

Όσο παραμένει όμως σκλαβωμένο στα χέρια των Τούρκων κατακτητών το 37% του νησιού (μπήκαμε ήδη στον 49ο χρόνο κατοχής της Βόρειας Κύπρου), θα είναι καταδικασμένο το Κυπριακό να μένει ανεπίλυτο.

Και το χειρότερο, να υπονομεύεται κάθε προοπτική δίκαιης και βιώσιμης λύσης του, αφού βολεύει  τους Τούρκους και τους φιλότουρκους από τους ”Μεγάλους” του ΝΑΤΟ το status quo  στα λιμνάζοντα ύδατα της κυπριακής αδράνειας και ηττοπάθειας.

Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν τους φόβους πολλών ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο ”βασίλειο της Δανιμαρκίας”. Και το ”σάπιο” έχει να κάνει με την μόνιμη εθνική αγρανάπαυση του Ελληνισμού στο θέμα αυτό, που δίνει το δικαίωμα στην Τουρκία να εδραιώσει την κατοχή της στην Κύπρο.

Δίνει το δικαίωμα και στην Βρετανία να επιστρέψει στη Μεσόγειο μέσω Τουρκίας, αν λάβουμε υπόψη μας ότι τον Δεκέμβριο του ’22 Άγκυρα και Λονδίνο συντόνισαν αμφότερες τις ενέργειές τους για σύγκλιση τριμερούς και τετραμερούς συνεργασίας με στόχο την ”προσέγγιση κρατών-μελών της ΕΕ με την Τουρκία, κάτι που εξ αντικειμένου θα τις φέρει απέναντι από τον άξονα Ελλάδας-Γαλλίας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου.

Οι μάσκες έπεσαν, αν και οι Άγγλοι έχουν προϊστορία στην ενίσχυση της Τουρκίας με αποδεικτικά στοιχεία από 50ετίας (κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν οι έχοντες τάσεις αμνησίας σε Ελλάδα και Κύπρο), για να μην επανέλθουμε στον υπόγειο ρόλο στήριξης της Βρετανίας στον Αττίλα το ’74 με αντάλλαγμα, το πιο πιθανό, τα ”30 αργύρια” της Τουρκίας…

Ρόλο που αναθέρμανε ήδη το Φόρεϊν Όφις (σε μια επιχείρηση αναδόμησης της γεωπολιτικής παρουσίας της χώρας του στον νοτιότερο βραχίονα της Ευρώπης) με τον αέρα του εντεταλμένου της παλιάς κατοχικής βρετανικής δύναμης Κύπρου, η οποία — ως έχουσα βάσεις σ’ αυτήν (αποικιοκρατικές και όχι κυρίαρχες) — κόβει και ράβει εν κρυπτώ σχέδια στήριξης της Τουρκίας και μείωσης της επιρροής της Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Αυτό ηχεί ως καμπάνα κινδύνου για τα εθνικά συμφέροντα της Κύπρου εν όψει των βημάτων που έπονται στο Κυπριακό με βάση τις προτεινόμενες λύσεις απ’ τα δύο μέρη (τ/κ [άμεση Διχοτόμηση] και ε/κ [Διζωνική], με μακροπρόθεσμη κατάληξη την εξαφάνιση του Ελληνισμού στην Κύπρο).

Καμπάνα κινδύνου λόγω αναβάθμισης των σχέσεων της Βρετανίας με την Τουρκία σε πολλούς τομείς, ειδικά μετά την αποχώρηση της πρώτης απ’ την Ε.Ε. Αποχώρηση την οποία ακολούθησε, περιέργως, η αναθέρμανση εκ μέρους του ΟΗΕ και των ”Μεγάλων” ποδηγετών του (ΗΠΑ και Βρετανίας) της πρότασης για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία ως λύση στο Κυπριακό.

Πρότασης που προτρέπει ουσιαστικά την Κύπρο να ξεπουλήσει τον ενεργειακό πλούτο της  στην Τουρκία και τις εταιρείες πετρελαίου της  μέσω ”συνεκμετάλλευσης” πανομοιότυπης με την προτεινόμενη τουρκική για το Αιγαίο,  την οποία υιοθέτησαν τελικά Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι προ του αδιεξόδου της μη λύσης.

Την υιοθέτησαν, αν και γνώριζαν πως στηρίζεται σε βρετανοτουρκικό σχέδιο του ’57, το οποίο παλαιότερα Ελλάδα και Κύπρος είχαν απορρίψει… Αν και γνώριζαν ότι η εν λόγω λύση δεν θα είναι απορριπτέα από την Τουρκία (που θα την παρουσιάσει ως… έσχατη υποχώρησή της), γιατί συνεπάγεται δύο κράτη στην Κύπρο και, επιπλέον, δεν συμβιβάζεται με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τα ανθρώπινα δικαιώματα…

Με βάση αυτά, οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι είναι απαιτητή λύση-μονόδρομος στο Κυπριακό, η οποία — για να επιτευχθεί — απαιτεί αποφασιστικότητα, επιμονή, στρατηγική ευφυῒα και διπλωματική μαεστρία από τη μεριά των Ελληνοκυπρίων.

Η λύση-μονόδρομος, κατ’ εμέ, πρέπει να βασίζεται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ για την Κύπρο το ’74 και να έχει ως κατευθυντήριες γραμμές:

Τον ενεργό (διαμεσολαβητικό) ρόλο της Ελλάδας και όχι τον γνωστό ποντιοπιλατικό στο Κυπριακό (Το ”Η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαρίσταται” αποδείχθηκε πολύ βολικό για τους κρυπτόμενους Ελλαδίτες πολιτικούς που τροχοδρομούν στην ιδέα ότι η ”Η Κύπρος κείται μακράν” για βοήθεια [βλ. απενεργοποίηση ΔΕΑΧ απ’ το ’93 και εντεύθεν]).
Την αποχώρηση όλων των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί.
Μια νέα συγκροτημένη και σοφή στρατηγική επίλυσης του Κυπριακού που θα λάβει υπόψη της δυο αρνητικά δεδομένα:
α) Την έμπρακτη εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους της Βρετανίας (που αποτελεί κρίσιμο εταίρο της Τουρκίας) για ανάληψη ενεργού ρόλου στις διεργασίες επίλυσης του Κυπριακού και…

β) Την δεδηλωμένη αδυναμία της Ελλάδας (διακομματικά και διακυβερνητικά) να αποσπαστεί απ’ την ριζωμένη εξάρτησή της (σε επίπεδο Εξωτερικής πολιτικής) από τους  ”Μεγάλους”  του ΝΑΤΟ (ΗΠΑ-Γερμανία). Και…

Τη χάραξη νέας ”συνεργατικής” στρατηγικής με βάση την υπό διαμόρφωση αλλαγή πλεύσης πολιτικών δυνάμεων απ’ την τουρκοκυπριακή πλευρά. Όπερ σημαίνει προσέγγιση εκ μέρους της Ελληνοκυπριακής μετριοπαθών Τουρκοκυπρίων πολιτικών (βλ.Harmanci, νικητή των δημοτικών εκλογών στα Κατεχόμενα επί του Ερντογανικού Ερσίν Τατάρ) και άλλων που κινούνται στο πνεύμα του Μουσταφά Ακιντζί (πρώην προέδρου της μη αναγνωρισμένης ”ΤΔΒΚ”).
Δίνω πίστη στον Ακιντζί όχι τυχαία, αλλά για τον λόγο ότι αποδείχθηκε ο πιο φερέγγυος και μη φιλότουρκος Τουρκοκύπριος συνομιλητής, σε ρόλο αντίστοιχο με εκείνον του εξαίρετου δημοσιογράφου συμπατριώτη του Σενέρ Λεβέντ, ο οποίος — από κοινού με τον εκδότη της εφημερίδας ”Αβρούπα” Αλί Οσμάν — έδωσε μάχες στο ψευδοκράτος με τους εγκάθετους του Ταγίπ Ερντογάν στα Κατεχόμενα.

Μάχες με το καθεστώς Ερντογάν συνεχίζει να δίνει απ’ το ψευδοκράτος και ο παροπλισμένος πρώην ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, που υπερασπίζεται με πάθος τις ενωτικές του απόψεις για την Κύπρο και έχει δηλώσει ευθαρσώς (μετά την διαδοχή του από τον Τατάρ) τα εξής αποκαλυπτικά:

”[…]Δυστυχώς, οι Τουρκοκύπριοι υποφέρουν τόσο πολύ, αν όχι περισσότερο, από αυτούς που ζουν στην Τουρκία. Η οικονομική, πολιτική χρεοκοπία και διαφθορά επηρεάζουν βαθιά τους Τουρκοκύπριους. […] Στόχος της Τουρκίας είναι η προσάρτηση του ψευδοκράτους, όπως έπραξε η Ρωσία με την Κριμαία…” (Οκτώβριος ’21).

Τα όσο ζοφερά περιγράφει ο Ακιντζί για τη ζωή των Τουρκοκυπρίων δεν προκαλούν καμιά εντύπωση, ασφαλώς, στην ελληνοκυπριακή πλευρά, καθώς τα έχει βιώσει η Κύπρος σε πολλαπλάσιο βαθμό ως  θύμα μαζικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών της από την Τουρκία.

Σ’ αυτά όμως που περιγράφει ο πρώην ηγέτης της ”ΤΔΒΚ”, έχει προστεθεί τελευταία και ο τερματισμός στα Κατεχόμενα της μετάδοσης από τον τουρκικό δορυφόρο TÜRKSAT του αντιπολιτευτικού καναλιού SİM, το οποίο ανήκει στον ίδιο όμιλο ΜΜΕ με τις αντιπολιτευτικές στον Ερντογάν ”Γενί Ντουζέν” (βλ. τουρκοκυπριακές εφημ. ”Αβρούπα” [όπου εργάζεται ο δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ] και ”Γενί Ντουζέν”).

Με δεδομένα αυτά και άλλα πολλά επείγει η ανεύρεση ”συνεργατικής” στρατηγικής στο Κυπριακό με τροφοδότη τον Ελληνισμό και βάση τη νέα στρατηγική που θα χαράξουν από κοινού (χωρίς τα φώτα της δημοσιότητας) Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι πολιτικοί (από τους υποψήφιους των τελευταίων εκλογών στο ψευδοκράτος, με παρόντα — τιμής ένεκεν — τον Μουσταφά Ακιντζί, ο οποίος κινείται σε πνεύμα ενότητας των δυο Κοινοτήτων της Κύπρου).

Στρατηγικής που θα φέρει προς συζήτηση στο Τραπέζι τυ διαλόγου και την πρόταση των Τουρκοκυπρίων ”αντικαθεστωτικών” για μια ανεξάρτητη Κύπρο-Ομόσπονδο Κράτος, κάτι που παραπέμπει — για να είμαστε ειλικρινείς — στη συνομοσπονδία ή την ομοσπονδία με πολλά συνομοσπονδιακά στοιχεία του Σχεδίου Ανάν).

Πρόταση που διασφαλίζει, κατά τους Τουρκοκυπρίους, τις δυο εθνικές Κοινότητες (ε/κ+τ/κ) και την ενιαία διεθνή κυριαρχία του νησιού, χωρίς να αποκλείεται όμως από αμφότερες τις πλευρές η εύρεση καλύτερης λύσης ”καθ’ οδόν” από την τουρκοκυπριακή και την ελληνοκυπριακή πρόταση (”Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία”) προς χάριν της ενότητας της Κύπρου.

Η βασική συνισταμένη των συνομιλιών αυτών προς διαμόρφωση κοινής στρατηγικής, θα πρέπει είναι ένας συγκερασμός φιλαλήθειας και συμφιλιωτικού πνεύματος, με συνιστώσες τη διατήρηση του ελληνικού χαρακτήρα του νησιού, την αποφασιστικότητα των Τουρκοκυπρίων να μην εργαλειοποιούνται από την Τουρκία και την αντίθεσή τους στο τουρκικό σχέδιο διχοτόμησης, αφού θα μοιράζονται από κοινού με τους ελληνικής καταγωγής συμπατριώτες τους τα εδάφη της Μεγαλονήσου και τα δικαιώματά τους σ’ αυτήν, μαζί με τον ενεργειακό, πολιτιστικό και γεωπολιτικό πλούτο της Κύπρου.