Πόσο ρεαλιστικός είναι μεικτός στόλος “μεγάλων” και “μικρών” υποβρυχίων;



Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Από τα τέλη του 2021, επισημάνθηκε και επισήμως στις δημόσιες δηλώσεις της στρατιωτικής ηγεσίας, η επίδειξη ενδιαφέροντος για ενίσχυση σε επόμενο χρόνο του Στόλου και στο όπλο των υποβρυχίων. Είχαμε αποκαλύψει τότε δε, ότι ήδη μία πρώτη επιλογή που εξεταζόταν από τους αρμοδίους επιτελείς, ήταν η πιθανότητα προμήθειας μεταχειρισμένων υποβρυχίων Type 212 από την Γερμανία.

Η αναγκαιότητα προμήθειας νέων υποβρυχίων είναι πρόδηλη, λόγω παλαιότητος του 50% της υφισταμένης δυνάμεως (3 υποβρύχια τύπου ΠΟΣΕΙΔΩΝ και 2 τύπου ΓΛΑΥΚΟΣ). Με βάση υπογραφείσες συμβάσεις των τελευταίων ετών, η κάλυψη της επιχειρησιακής ανάγκης για τουλάχιστον 5 νέα υποβρύχια, δείχνει ότι η απαιτούμενη δαπάνη κυμαίνεται μεταξύ 3,5-4,5 δισ. €. Σήμερα, για τα προγράμματα προμήθειας 3 φρεγατών FDI HN και 3 κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού, σχεδιάζεται η αφιέρωση περί των 5 δισ. € συνολικώς, στοιχείο το οποίο αναδεικνύει το υψηλό – συγκρίσιμο κόστος των υποβρυχίων.

Η επιχειρησιακή ανάγκη όμως, είναι μειωμένη εν σχέσει με παλαιότερους σχεδιασμούς από πλευράς ΓΕΕΘΑ, ως προς την αριθμητική δύναμη του υποβρυχίου στόλου, βάσει των εθνικών απαιτήσεων, κατάσταση η οποία προέκυψε προφανώς από τα οικονομικά δεδομένα σε συνδυασμό με την κατάσταση των υφισταμένων υποβρυχίων. Παρατηρείται ότι ενώ στην Δομή Δυνάμεων αυξήθηκαν οι κύριες μονάδες κρούσεως (φρεγάτες – κορβέτες) μειώθηκε ο αριθμός των υποβρυχίων. Η αύξηση των πρώτων όμως, απορρέει σαφώς από τις απαιτήσεις των αποστολών που πρέπει να καλυφθούν ενώ η μείωση των υποβρυχίων πιθανώς οφείλεται σε αναγκαίο συμβιβασμό λόγω ιδιαιτερότητος και της προοπτικής του Όπλου, σε συνδυασμό με την οικονομική διάσταση.

Το γεγονός ότι τα πιο σύγχρονα υποβρύχια έχουν αυξημένες ικανότητες σε σχέση με τα παλαιότερα, δικαιολογεί εν μέρει μόνο την τάση συρρικνώσεως της συνολικής δυνάμεως. Η κάλυψη συγκεκριμένων τομέων δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως τους απαραίτητους αριθμούς, ανεξαρτήτως τεχνολογίας. Η τεχνολογική ισότητα που προσφέρεται πλέον μέσω παλαιοτέρων και σχετικώς φθηνότερων σχεδιάσεων, είναι ο λόγος για τον οποίο το Type 209 AIP δεν αποκλείεται μεταξύ των επιλογών για το Πολεμικό Ναυτικό. Ωστόσο, δραστικότερη επιλογή που πρέπει πιθανώς να εξετασθεί πιο στενά, είναι η δημιουργία ενός μεικτού στόλου υποβρυχίων, με “μεγάλα” και “μικρά”, κατ’ αναλογία των κυρίων μονάδων κρούσεως του Στόλου, που θα μοιράζονται μεταξύ των “μεγάλων” φρεγατών και των πιο οικονομικών κορβετών. 

Ιδίως στην περίπτωση των υποβρυχίων, η πρόσκτηση μικρού τύπου έχει ενισχυμένη δικαιολόγηση λόγω των ιδιαιτεροτήτων του Αιγαίου και του κυριάρχου παρακτίου περιβάλλοντος, προς το οποίο θεωρούνται βελτιστοποιημένη επιλογή. Τα σύγχρονα μικρά υποβρύχια, χαμηλότερου εκτοπίσματος των 1.000 τόννων, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν σε τεχνολογία ενώ από πλευράς επιδόσεων κρίνονται απολύτως επαρκή για το Αιγαίο. Τοιουτοτρόπως, μεικτός στόλος υποβρυχίων μπορεί να ανταποκριθεί στην κλειστή θάλασσα του Αιγαίου με τα “μικρά” και στις ανοικτές θάλασσες με τα “μεγάλα”. 

Το Πολεμικό Ναυτικό έχει σοβαρούς λόγους υποστηρίξεως μιας τέτοιας αντιλήψεως. Η επιχειρησιακή εκμετάλλευση των υποβρυχίων Type 214HN, πέραν των εντυπωσιακών πλεονεκτημάτων που ανέδειξε από τα προηγμένα χαρακτηριστικά τους, αποκάλυψε παραλλήλως και κάποιες “αδυναμίες” εν σχέσει με τα παλαιότερα υποβρύχια. Το αυξημένο κατά 10 περίπου μέτρα μήκος (65,3 μέτρα) και η μεγαλύτερη διάμετρος κύτους σε σχέση με τα παλαιά υποβρύχια, οδηγούν σε μεγαλύτερες αποστάσεις αποκαλύψεως σε έρευνα σόναρ, στοιχείο πολύ σοβαρό ως προς την επιβιωσιμότητά τους. Η επιχειρησιακή ασφάλεια, δεν πρέπει να υποτιμάται έναντι των άλλων πλεονεκτημάτων τους.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αντικατάσταση των παλαιών μονάδων της Διοίκησης Υποβρυχίων με “μικρά” υποβρύχια, μπορεί να επιτευχθεί με οικονομικότερο τρόπο σε όλα τα πεδία κόστους (προμήθειας, αποθέματος όπλων, λειτουργικό, συντηρήσεως, επανδρώσεως). Συνθήκες, οι οποίες μπορούν να επιτρέψουν την αύξηση αριθμού και στην Δομή Δυνάμεων.

Η ανάλυση μπορεί να σταθεί ενδεικτικώς στο μικρό υποβρύχιο STM 500 που αναπτύσσει η ομώνυμη τουρκική εταιρεία, δείγμα πιθανής διαμορφώσεως τάσεως στο τουρκικό ναυτικό. Με μήκος 42 μέτρα περίπου και εκτόπισμα 530 τόννων, διακρίνεται από πολύ αξιόλογες επιδόσεις: βάθος καταδύσεως μεγαλύτερο των 200 μέτρων, αυτονομία 30 ημερών και 3.500 ν.μ. με 5 κόμβους, μέγιστη ταχύτητα 18+ κόμβοι, ενδιαιτήσεις για 22 άτομα πλήρωμα συν 8 επιπλέον για φιλοξενούμενη ομάδα Ειδικών Επιχειρήσεων, ενώ στο προωστήριο σύστημα υφίστανται συσσωρευτές τεχνολογίας Λιθίου και προαιρετικώς φέρεται σύστημα αναεροβίου προώσεως (AIP). Από πλευράς οπλισμού, το υποβρύχιο έχει 4 τορπιλοβλητικούς σωλήνες και μεταφέρει φόρτο 8 τορπιλών ή/και κατευθυνομένων βλημάτων, που αν και αναλογούν στο 50% των αντιστοίχων του Type 214, κρίνονται ικανοποιητικότατα.

Ελαφρώς μεγαλύτερο, είναι το S800 που παρουσίασε προσφάτως η Fincantieri: μήκος 51 μέτρα, εκτόπισμα 850 τόννοι, βάθος καταδύσεως 250 μέτρα, αυτονομία 4.000 ν.μ. περίπου, αυτονομία σε κατάδυση 7 ημέρες, μέγιστη ταχύτητα 15+ κόμβοι, πλήρωμα μικρότερο των 20 ατόμων, φόρτος 8 τορπιλών, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία. Η τεχνολογία κινείται στα ίδια επίπεδα και ανάλογες επιλογές συστημάτων. Το σχέδιο παρουσιάστηκε μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο και η Fincantieri εκτιμά τον χρόνο ναυπηγήσεως σε 4 έτη για τον πρώτο πελάτη. Η προοπτική δυναμικής εισόδου του ιταλικού ναυπηγικού οίκου στην ελληνική ναυπηγική βιομηχανία, ενισχύει τις προϋποθέσεις συνεργασίας για “στρατηγική” συμφωνία συναναπτύξεως βάσει των απαιτήσεων του Πολεμικού Ναυτικού.

Συνολικώς, χαρακτηριστικά και επιδόσεις των ανωτέρω “μικρών” υποβρυχίων, κρίνονται απολύτως επαρκή για επιχειρήσεις στο Αιγαίο αλλά και πέραν αυτού εάν απαιτηθεί. 

Συνοψίζοντας, η έναρξη διαδικασιών σταδιακού ριζικού εκσυγχρονισμού του Στόλου, συνιστά σοβαρή πρόκληση συγκλίσεως μεταξύ απαιτήσεων και οικονομικών δυνατοτήτων. Οι τελευταίες έχουν υψηλή βαρύτητα, λόγω των τεχνολογιών αιχμής που ενσωματώνουν οι σύγχρονες πολεμικές μονάδες και των αυξημένων απαιτήσεων υποστηρίξεως και “παρακολουθήσεως” ικανοτήτων, μέσω συνεχών αναβαθμίσεων, σε σχέση με τις παλαιότερες μονάδες που αντικαθιστούν. Η κατάσταση που διαμορφώνεται, θα απαιτεί πολύ σοβαρή αύξηση του λειτουργικού προϋπολογισμού προκειμένου να διατηρηθεί υψηλή ετοιμότητα και “συντήρηση” τεχνολογικής επάρκειας των νέων μονάδων, εάν το πέρασμα του Πολεμικού Ναυτικού θέλουμε να συμβαδίζει με σύγχρονα κι επαγγελματικά δεδομένα, αντί αυτών που οδήγησαν τις μονάδες του Στόλου ανεπαρκώς συντηρημένες. Όλα αυτά, λειτουργούν ενισχυτικώς στην συνολική εξέταση οικονομικότερων επιλογών στην σχέση κόστους προς απόδοση, για μια ρεαλιστική και, προπαντώς, υποστηρίξιμη διαμόρφωση Δομής Δυνάμεων.