Οι εξοπλισμοί και οι ανατροπές της κυβέρνησης Μητσοτάκη



Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Στην διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανέδειξε το προνομιακό πεδίο διακρίσεως της κυβερνήσεως εν σχέσει με την προηγουμένη, αυτό της ενισχύσεως της αμυντικής θωρακίσεως της χώρας. Ουδείς αμφισβητεί ότι η κυβέρνηση έπραξε πολλά και σημαντικά, αφού αποφάσισε προηγουμένως να αυξήσει πολύ σοβαρά τις επενδύσεις για εξοπλιστικά προγράμματα.

Ανεξαρτήτως όμως των όσων στοιχείων έχουν γίνει γνωστά ως σήμερα για τις επιλογές στα μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα που διαχειρίστηκαν οι αρμόδιοι, έχει ενδιαφέρον σε ένα είδος “απολογισμού”, να προσεγγίσουμε ορισμένα ενδιαφέροντα σημεία στα οποία υπήρξαν μεγάλες ανατροπές του αρχικού σχεδιασμού. Αυτό, για να γίνει αντιληπτή η πολύ σοβαρή επίδραση των πολιτικών κριτηρίων, έναντι των αμιγώς στρατιωτικών κι όχι με επικριτική διάθεση απαραιτήτως αλλά περισσότερο ως δημοσιογραφική – ενημερωτική καταγραφή.

Ως γνωστόν, η διαδικασία σχεδιασμού εξοπλιστικών προγραμμάτων είναι δυναμική, υφίστανται ευμετάβλητοι παράγοντες επιρροής και γι’ αυτό άλλωστε γίνονται τακτικές επικαιροποιήσεις. Με βάση αυτό το βασικό, φυσιολογικό και αναμενόμενο δεδομένο, σημασία έχει σε τελική ανάλυση η όσο το δυνατόν συνεπέστερη εφαρμογή πολιτικής εξοπλισμών, με σταθερή διάθεση των αναγκαίων πόρων προς επίτευξη των στόχων, διαφορετικά η όποια σχεδίαση δεν μπορεί να υποστηριχθεί και καταρρέει. Επομένως, αυτό που έχει σημασία, είναι η επανεκκίνηση της εξοπλιστικής προσπάθειας της χώρας, να έχει συνέχεια και σταθερότητα.

Τρεις μπορούμε να πούμε ότι ήταν οι κύριες ανατροπές στον σχεδιασμό των μειζόνων εξοπλιστικών προγραμμάτων των Κλάδων, που δρομολογήθηκαν. Ο σχεδιασμός έγινε το 2020, βάσει της Νέας Δομής Δυνάμεων 2020-2034, δηλαδή πριν ακόμη η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχωρήσει στον πολλαπλασιασμό του αναπτυξιακού προϋπολογισμού για εξοπλισμούς, κάτι που έπραξε από το 2021. Οι δύο κρίσεις με την Τουρκία το 2020, συνέγειραν την κυβέρνηση, η οποία εν όψει της κλιμακούμενης απειλής, ήταν αδύνατον να αγνοήσει τις εισηγήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας.

Η στρατιωτική ηγεσία απεφάνθη ότι ο Κλάδος στον οποίο έπρεπε να αποδοθεί η μεγαλύτερη προτεραιότητα σε θέματα εξοπλισμών, ήταν το Πολεμικό Ναυτικό. Ακολουθούσε η Πολεμική Αεροπορία. Σε πολύ γενικές γραμμές, εκτιμήθηκε ότι βάσει της υφισταμένης καταστάσεως, για το Πολεμικό Ναυτικό έπρεπε να αφιερωθεί το 50% της χρηματοδοτήσεως για εξοπλισμούς, στην Πολεμική Αεροπορία έπρεπε να κατευθυνθεί το 40% περίπου και μόνο ένα 10% για τον Ελληνικό Στρατό. 

Μπορούμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη αντίληψη εφαρμόστηκε σε γενικές γραμμές, δεδομένων των προγραμμάτων που δρομολογήθηκαν σε νέες κύριες μονάδες κρούσεως για το Πολεμικό Ναυτικό και νέα μαχητικά αεροπλάνα ενώ ο Στρατός παρέμεινε ο “πτωχός συγγενής”. Εάν δε, η κυβέρνηση δεν προέβαινε στην ανάθεση συμβάσεως για τους SPIKE NMT λίγο πριν τις εκλογές, δεν θα είχε δρομολογηθεί κανέναν μείζον πρόγραμμα αποκτήσεως νέων δυνατοτήτων για τον Στρατό.

Στο πρόγραμμα των κυρίων μονάδων επιφανείας για το Πολεμικό Ναυτικό, ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε την πρόσκτηση μέχρι 6 κυρίων μονάδων κρούσεως αυξημένων Αντιαεροπορικών δυνατοτήτων, προϋπολογισμού 4,884 δισ. €. Τον Ιούλιο του 2020, η κυβέρνηση τερμάτισε τις απευθείας διαπραγματεύσεις με την Naval Group για προμήθεια 2 φρεγατών FDI και ξεκίνησε μια διαδικασία εξετάσεως και άλλων προτάσεων για προμήθεια αυτή την φορά 4 φρεγατών. Παρά την έντονη πολιτική πίεση από τις ΗΠΑ για προτίμηση αμερικανικής προτάσεως, τον Σεπτέμβριο του 2021 η κυβέρνηση εκμεταλλεύθηκε την ευμενή πολιτική συγκυρία που δημιουργήθηκε λόγω συγκρούσεως του αμερικανογαλλικού ανταγωνισμού στην Αυστραλία και ανακοίνωσε την επιλογή της γαλλικής προτάσεως για 3+1 φρεγάτες FDI HN.

Στο μεταξύ, η διαπραγμάτευση με τους Γάλλους είχε αποφέρει ένα ευέλικτο σενάριο που πρότεινε η Naval Group. Αντί μίας τέταρτης FDI HN, προτάθηκε η προμήθεια 3 κορβετών Gowind, ώστε συνολικώς να αποκτηθούν 6 νέες κύριες μονάδες κρούσεως. Η Αθήνα υπέγραψε για 3 FDI HN ύψους 3,049 δισ. € άνευ κρατήσεων με δικαίωμα προαιρέσεως για μία επιπλέον αλλά εν συνεχεία, προχώρησε στην εκπόνηση διαδικασίας αξιολογήσεως κορβετών, στο πλαίσιο προγράμματος προμήθειας 4 πλοίων. Έτσι, η Naval Group βρέθηκε να ανταγωνίζεται με την ιταλική Fincantieri αν και στην πορεία, το πρόγραμμα προσαρμόστηκε στα οικονομικά δεδομένα και περιορίστηκε σε 3 κορβέτες με προαίρεση για τέταρτη.

Με τους χειρισμούς αυτούς, για το Πολεμικό Ναυτικό αναμένεται να αφιερωθεί περί το 1,7 δισ. € για 3 κορβέτες, οπότε συνολικώς η πρόβλεψη δαπάνης του αρχικού σχεδιασμού θα αποφέρει 6 νέες κύριες μονάδες κρούσεως. Εξ αυτών, μόνο 3 θα καλύπτουν το αρχικό ζητούμενο, των αυξημένων Α/Α δυνατοτήτων αλλά θα καλυφθεί σε ποσοστό 50% η απαίτηση 6 κορβετών της Δομής Δυνάμεων 2020-2034.

Μια ακόμη επιμέρους ανατροπή, επήλθε στον σχεδιασμό για το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των 4 φρεγατών MEKO 200HN. Ο αρχικός σχεδιασμός προνοούσε για δαπάνη ύψους μόλις 160 εκατ. €. Τελικώς, το ενδιαφέρον προσανατολίστηκε σε πιο ουσιαστικό κι εκτενές πρόγραμμα ύψους 600 εκατ. € περίπου, εξέλιξη η οποία “καταδίκασε” για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν η στροφή προς τις κορβέτες) την προοπτική προμήθειας της τετάρτης FDI HN. Το Πολεμικό Ναυτικό προτιμά να διατηρήσει με εκσυγχρονισμό τους 4 καλές φρεγάτες για δύο ακόμη δεκαετίες, υποστηρίζοντας έτσι την καθορισμένη οροφή 12 φρεγατών στην Δομή Δυνάμεων, αντί να εντάξει στο δυναμικό του μία μόνο υπερσύγχρονη φρεγάτα.

Συνολικώς, για τις κύριες μονάδες κρούσεως του Πολεμικού Ναυτικού θα αφιερωθούν περί τα 5,5 δισ. €, άνευ κρατήσεων, αποδίδοντας 6 πλοία νέας κατασκευής και 4 εκσυγχρονισμένα. Τελικώς, η απαίτηση διατηρήσεως οροφών σε φρεγάτες και κορβέτες, επικράτησε έναντι της αρχικής απαιτήσεως για μέχρι 6 φρεγάτες αυξημένων Α/Α δυνατοτήτων. 

Πολύ σοβαρή ανατροπή σημειώθηκε και στον σχεδιασμό προγραμμάτων μαχητικών αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας. Πριν τον σχεδιασμό του ΓΕΕΘΑ το 2020, το ΓΕΑ ήταν προσανατολισμένο στην προμήθεια μέχρι δύο Μοιρών μαχητικών 5ης γενεάς F-35. Όταν όμως τον Ιούλιο του 2020 η κυβέρνηση ματαίωσε το πρόγραμμα 2 φρεγατών FDI, αντιστάθμισε την αναμενόμενη γαλλική δυσφορία με την επείγουσα απευθείας προμήθεια 18 Rafale F3R ύψους 2,32 δισ. € άνευ κρατήσεων. Η εξέλιξη, είχε ως αποτέλεσμα την συμπερίληψη στις εξοπλιστικές προτεραιότητες για απόκτηση νέων δυνατοτήτων, την απόκτηση 20 νέων μαχητικών προϋπολογισμού 2 δισ. € (εκτίμηση προ της υπογραφής συμβάσεως). Ακολούθησε σε δεύτερο χρόνο συμπληρωματική προμήθεια 6 μαχητικών στο πλαίσιο συμβάσεως ύψους 1,092 δισ. € περίπου.

Τα ανωτέρω έλαβαν χώρα ενώ από τον Ιανουάριο του 2020 ήδη, κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, ο πρωθυπουργός είχε επιβεβαιώσει το ενδιαφέρον που επισήμως είχε εκφραστεί το 2017, για προμήθεια F-35. Η πολιτική σημασία της συγκεκριμένης προμήθειας απέκτησε πολύ περισσότερο ειδικό βάρος, μετά την αποπομπή της Τουρκίας από το σχετικό πρόγραμμα. Καθώς η κάλυψη της προτεραιότητος για προμήθεια 20 νέων μαχητικών καλύφθηκε με τα Rafale F3R, η ταυτόχρονη προώθηση της προμήθειας των F-35 δικαιολογήθηκε από την κυβέρνηση μέσω των καθορισμένων προβλέψεων της Δομής Δυνάμεων 2020-2034 της Πολεμικής Αεροπορίας. Η Δομή Δυνάμεων βεβαίως είναι ενδεικτική των τελικών στόχων ενώ ο καθορισμός εξοπλιστικών προτεραιοτήτων απεικονίζει τον σχεδιασμό προμηθειών βάσει των προβλέψεων χρηματοδοτήσεως.

Ως προς την Δομή Δυνάμεων 2020-2034 όπως αυτή ορίστηκε το 2020, αυτό που δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό είναι ότι προέβλεπε τόσο την προμήθεια “Σύγχρονων Μαχητικών” όσο και “Μελλοντικού Μαχητικού Αεροσκάφους” (ΜΜΑ). “Σύγχρονα Μαχητικά” απεκαλούντο τα Rafale (η Δομή Δυνάμεων οριστικοποιήθηκε μετά την ανακοίνωση της προθέσεως προμήθειάς τους) και “ΜΜΑ” τo F-35. Καθώς ο καθορισμένος αριθμός “Σύγχρονων Μαχητικών” ήταν μεγαλύτερος των 24, με την προμήθεια των F-35 πραγματοποιείται ταυτοχρόνως ένα “άλμα” προς κάλυψη και της (μελλοντικής) προνοίας περί “ΜΜΑ”. Με την δρομολογημένη προμήθεια 20 F-35 εκτιμώμενου τελικού κόστους 3,3 δισ. €, η Πολεμική Αεροπορία αναδεικνύεται στον πλέον ευνοημένο Κλάδο από πλευράς χρηματοδοτήσεως! Από πρόβλεψη χρηματοδοτήσεως μόλις 2 δισ. € για προμήθεια 20 μαχητικών, δρομολογήθηκαν εξελίξεις για 44 μαχητικά συνολικής δαπάνης της τάξεως των 6,7 δισ. €!

Η εξέλιξη αυτή, επηρέασε αρνητικώς άλλες εξοπλιστικές προτεραιότητες της Πολεμικής Αεροπορίας σε τομείς όπως η αντιαεροπορική άμυνα, τα συστήματα ραντάρ, ο ηλεκτρονικός πόλεμος κ.λπ. Εν τούτους, ο Κλάδος επωφελήθηκε και από ένα άλλο πολύ σημαντικό πρόγραμμα, που επέλυσε το έντονο πρόβλημα που αντιμετώπιζε στην εκπαίδευση των ιπταμένων. Με την ανάθεση συμβάσεως στην Elbit Systems ύψους 1,853 δισ. € περίπου με ετήσια αναπροσαρμογή και κρατήσεις, για παροχή υπηρεσιών 20 ετών, υποστηρίχθηκε η δημιουργία του Διεθνούς Εκπαιδευτικού Κέντρου Πτήσεων στην 120 Πτέρυγα Εκπαίδευσης Αέρος.

Η συγκεκριμένη απόφαση ήταν καθαρά πολιτική, για μία σύμβαση στρατηγικής σημασίας προς εξυπηρέτηση της ευρύτερης εθνικής πολιτικής, την οποία ανέδειξε ο χαρακτήρας της διακρατικής συμφωνίας. Έτσι, επήλθε άλλη μία απόκλιση από τον αρχικό σχεδιασμό του 2020, ο οποίος στην μεν Δομή Δυνάμεων προέβλεπε την απόκτηση 20 Νέων Αεροσκαφών Προκεχωρημένης & Επιχειρησιακής Εκπαίδευσης (ΝΑΠΕΕ) ενώ στις εξοπλιστικές προτεραιότητες στον τομέα υποδομών – εκπαιδεύσεως, προϋπολόγιζε 1 δισ. € για το Διεθνές Εκπαιδευτικό Κέντρο Πτήσεων.

Αν η τάση δείχνει ότι η Πολεμική Αεροπορία είναι ο πιο ευνοημένος Κλάδος από πλευράς ύψους αναθέσεως συμβάσεων, ο Ελληνικός Στρατός ήταν και έμεινε ο τελευταίος. Στον σχεδιασμό του 2020, οι εξοπλιστικές προτεραιότητες για απόκτηση νέων δυνατοτήτων, αν και περιελάμβαναν προϋπολογισμό 1,596 δισ. € για “βελτίωση δυνατοτήτων” γενικώς, δεν περιέγραφαν κάποιο συγκεκριμένο μείζον εξοπλιστικό πρόγραμμα. Μεγαλύτερη έμφαση αποδιδόταν σε προγράμματα εκσυγχρονισμού – αναβαθμίσεως οπλικών συστημάτων και μέσων (1,573 δισ. €), αντιαεροπορικών όπλων (134,7 εκατ. €) κ.λπ.

Στην πορεία, η πολιτική ηγεσία προώθησε δύο μείζονα προγράμματα εκσυγχρονισμού και αποκτήσεως νέων δυνατοτήτων: το πρώτο για την αναβάθμιση αρμάτων μάχης Leopard 2A4 και το δεύτερο για την προμήθεια 205 ΤΟΜΑ KF41 Lynx. Τα προγράμματα θεωρούνται κομβικά για το μέλλον και εξέλιξη των Όπλων του Ιππικού – Τεθωρακισμένων και του Πεζικού και προωθήθηκαν λόγω πολιτικής σημασίας (εξωδικαστική διευθέτηση με την γερμανική KMW) και κοινής προτάσεως Rheinmetall – KMW για σημαντική βιομηχανική επένδυση στην Βόρειο Ελλάδα.

Ενώ επρόκειτο για δύο προγράμματα ύψους 500 εκατ. € και 2,2 δισ. € περίπου αντιστοίχως και τα μόνα με σοβαρή προοπτική βιομηχανικής επενδύσεως στην χώρα, ικανά για πλήρη “κινητοποίηση” με ανάληψη έργου, του μεγαλύτερου αριθμού εταιρειών της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, η κυβέρνηση δεν επέδειξε τα ίδια ανακλαστικά και αποτελεσματικότητα με άλλα μείζονα προγράμματα δίχως βιομηχανικά ανταλλάγματα, που προώθησε ταχέως. Αναδείχθηκε και σε αυτή την περίπτωση ότι η συγκροτημένη πολιτική αναπτύξεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας δεν βρισκόταν στον πυρήνα ενδιαφέροντος των αμυντικών επενδύσεων της κυβερνήσεως. Άργησαν οι αρμόδιοι να αντιδράσουν και δεν ευτύχησαν κατά την συμπλήρωση της 4ετίας τους να βρίσκονται στην προνομιακή θέση επιδείξεως αξιόλογων επιτευγμάτων στον τομέα των “εθνικών” όπλων. Τις θετικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν αργά, κι επομένως δικαιολογημένα ίσως δεν προβλήθηκαν στην προεκλογική περίοδο, θα προσεγγίσουμε σε άλλο άρθρο.

Συνολικώς, επί κυβερνήσεως ΝΔ καταρτίσθηκε το 2020 κι εγκρίθηκε εξοπλιστικό πρόγραμμα συνολικού προϋπολογισμού άνω των 26 δισ. € για την περίοδο 2020-2034. Το ότι η κυβέρνηση ανέθεσε συμβάσεις ύψους 15 δισ. € περίπου στην θητεία της, αποτελεί αναμφιβόλως επίτευγμα που πρέπει να κριθεί κατά το δυνατόν αντικειμενικά. Το ότι πολλές από τις αρχικές εξοπλιστικές προτεραιότητες δεν υλοποιήθηκαν και υπήρξαν ανατροπές, όπως αυτές που αναλύθηκαν συνοπτικώς, είναι μία πραγματικότητα που αποτελεί κοινό σημείο σε ανάλογες υποθέσεις παγκοσμίως. Εν τούτοις, η μεγαλύτερη ανατροπή που πέτυχε η κυβέρνηση της ΝΔ, ήταν η αλλαγή της ασθενούς εξοπλιστικής πολιτικής της χώρας. Έτσι, σε τελική ανάλυση αυτό που έχει σημασία στο μέλλον, είναι η διατήρηση σταθερής χρηματοδοτήσεως και ρυθμού αναθέσεως συμβάσεων, ώστε όχι μόνο να καλυφθούν τα μεγάλα κενά από την συσσωρευμένη αδράνεια ετών αλλά και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη δυνατοτήτων έναντι της υφισταμένης απειλής.