Κύπρος 1974 – Μαρτυρίες: Οι τουρκικές ωμότητες και οι εκτελέσεις αόπλων πολιτών



Οι βαρβαρότητες των Τούρκων κατά την εισβολή

Παναγιώτης Παπαδημήτρης

Ο Χριστάκης Σταυρίδης, 28 χρονών τότε, από το Τριμίθι, έζησε τραγικές ώρες στο χωριό του κατά την προέλαση των Τούρκων εισβολέων.

Το χωριό του βρίσκεται στην ορεινή περιοχή απέναντι από το σημείο όπου έγινε η τουρκική εισβολή του Ιουλίου του 1974. Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό του «θέρισαν» κυριολεκτικά πέντε συγχωριανούς του και ο ίδιος τους είδε νεκρούς μέσα στα χωράφια με τα κορμιά τους διάτρητα από σφαίρες.

Αργότερα ο ίδιος συνελήφθη και στάλθηκε στις τουρκικές φυλακές. Ας δούμε τη μαρτυρία του όπως την αφηγήθηκε στην Αστυνομία στις 31. 10. 1974 ειδικά για το χωριό του:

«Όταν έγινε η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974 βρισκόμουν στο Τριμίθι μαζί με την οικογένειά μου. Παρουσιάστηκα στο 251 Τ.Π. και πήρα όπλο μαζί με άλλους τρεις συγχωριανούς μου και πήγα στην τοποθεσία Πικρό Νερό, κοντά στο Πέντε Μίλι, όπου έγινε η απόβαση. Όμως έγινε οπισθοχώρηση και φύγαμε και πήγαμε στο Τριμίθι, όπου έμεινα μέχρι τις 23.7.74  που ήλθαν οι Τούρκοι και μάζεψαν όλους τους άνδρες και τις γυναίκες στην πλατεία του χωριού.

Εκείνη την ώρα ακούσαμε ριπές από την περιοχή του χωριού και μετά διαπιστώσαμε ότι απουσίαζαν πέντε άτομα. Σε λίγο έφεραν τις οικογένειες αυτών που απουσίαζαν και τις έβαλαν στην εκκλησία. Η ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας έφεραν στο χωριό μας και τους κατοίκους του Καρμίου και όλους μαζί μας πήραν στο Μπογάζι (τουρκικό χωριό κοντά στη Λευκωσία).

Εκεί μας κτυπούσαν με τα όπλα και τα χέρια τους τόσο τις γυναίκες όσο και τα παιδιά και τους άνδρες καθώς ήταν βράδυ και δεν έβλεπαν ποιον κτυπούσαν.

Σε μια ώρα περίπου ήλθαν τα Ηνωμένα Έθνη και είπαν κάτι στους Τούρκους και μας επέστρεψαν στο Τριμίθι. Εμένα δεν με κτύπησαν.

Την επομένη ημέρα το πρωί άκουσα τα κλάματα της συγχωριανής μου Πολύμνιας Ευριπίδου, και την ρώτησα γιατί έκλαιε και μου είπε ότι είδε μια νέα σκοτωμένη στον υδατοφράχτη.

Μαζί με δύο άλλους χωριανούς μου πήγαμε στο μέρος που μας είπε και είδαμε τους πέντε χωριανούς μου σκοτωμένους. Τους ανεγνώρισα και είναι οι ακόλουθοι:

Μέλισσος Μεϊτανής, 60 χρόνων, Παναής Σιεγγαρής 60 χρόνων, ο γαμβρός του Λάκης Σολωμού 23 χρόνων, ο γαμβρός του Μέλισσου Ανδρέας Ματεϊδης, 27 χρόνων και ο Ευριπίδης Τσιτής, 65 χρόνων. Όλοι από το Τριμίθι.

Τα σώματά τους ήταν γαζωμένα από πάνω μέχρι κάτω, τα χέρια και τα πόδια τους ήταν κομμένα από τις ριπές και του Μέλισσου ήταν κομμένος ο λαιμός του με ξιφολόγχη. Τον Σιεγγαρή και τον Ευριπίδη τον ηύραμε 10 μέτρα πάνω από τον ποταμόν, μέσα σε μια κούφια ελιά, καθισμένο και πεθαμένο. Κοντά στην ελιά σε απόσταση δύο μέτρων υπήρχαν εκατοντάδες κάλυκες όπλου…

Οταν βρήκαμε τους πέντε νεκρούς ήμουν μαζί με τον συγχωριανό μου Γιαννή Τάκη και τον Λάμπρο Στρατή από τον Αγιο Γεώργιο.

Γυρίσαμε στο χωριό και ενημερώσαμε τους άλλους συγχωριανούς, οπότε ο πατέρας μου πήρε το αυτοκίνητο του τύπου βαν και μερικούς άλλους πήγαν στο σημείο που τους βρήκαμε και τους έθαψαν.

Σε λίγο έφθασαν δύο τεθωρακισμένα των Ηνωμένων Εθνών και ένα λάντ ρόβερ των Ηνωμένων Εθνών και ένα φορτ έσκορτ με δημοσιογράφους. Εγώ μίλησα με τους Οηέδες, που ήταν Καναδοί, και οι οποίοι μου ζήτησαν να τους οδηγήσω στο σημείο που βρήκαμε τους σκοτωμένους και που τους είχαμε θάψει. Πήγαν μαζί με τον γιο του Μέλισσου και τους γιους του Ευριπίδη και όπως μου είπαν ύστερα τους ξέθαψαν και τους φωτογράφισαν και τους έθαψαν και πάλι.

Ακολούθως οι Οηέδες μού ζήτησαν να κάμω καταγραφή όλων των κατοίκων και των οικογενειών που κατέφυγαν στο χωριό μου για να φέρουν τρόφιμα, πράγμα που έγινε».

«Σκότωσαν τον σύζυγό μου»

Η Πολύμνια Ευριπίδου, οικοκυρά, 58 χρόνων, ανέφερε στην Αστυνομία στις 10.8.74 για τη δολοφονία του συζύγου της:

«Την Τετάρτη 24 Ιουλίου ήρθαν οι Τούρκοι από την Τουρκία στο χωριό μας. Εγώ με τον άνδρα μου Ευριπίδη, 60 χρόνων, ήμουν κάτω στη μάντρα που είναι τα ζώα μας. Οι Τούρκοι ήρθαν στη μάντρα και τότε εγώ και ο άνδρας μου σηκώσαμε τα χέρια ψηλά. Μας έβαλαν μπροστά και προχωρήσαμε προς την Παναγία.

Εκεί είδα τον Παναγή Σιεγκαρή και τον γαμπρό του Λάκη να τους ερευνούν. Ξαφνικά άρχισαν να κτυπούν τους άνδρες με τα όπλα και τα χέρια τους. Τον άνδρα μου τον ερεύνησαν στην παρουσία μου και του πήραν τα 200 λίρες που κρατούσε. Είχαμε πουλήσει ζώα λίγες μέρες πριν και επρόκειτο να δώσουμε τα χρήματα στο χρέος μας.

Οι Τούρκοι μπήκαν στην εκκλησία της Παναγίας και άρχισαν να ρίχνουν κάτω τις εικόνες και να σπάζουν τα καντήλια. Και πάλιν κοντά στην εκκλησία άρχισαν να κτυπούν τους άνδρες και ένας Τούρκος με κτύπησε και μένα πάνω στα πόδια.

Μετά από λίγη ώρα πήραν τους άνδρες προς τον ποταμό. Ήταν η ώρα 14.00. Μόλις τους πήραν προς τον ποταμό άκουσα πυροβολισμούς και υπολόγισα ότι τους σκότωσαν.

Πριν τους πάρουν είχαν κτυπήσει τον Λάκη με τα όπλα πάνω στο χέρι και ο Λάκης έκλαιε και φώναζε ότι του έκοψαν τον χέρι του.

Εγώ πήγα ολόϊσια στο σπίτι της πεθεράς μου. Την ίδια ημέρα μας πήραν όλους στο σχολείο και στη συνέχεια στο Μπογάζι και ύστερα μας έφεραν πίσω στο χωριό και μας άφησαν και πήγαμε στα σπίτια μας.

Στις 25 Ιουλίου εγώ πήγα μόνη μου κάτω στη μάντρα και προχώρησα προς τον ποταμό. Εκεί είδα νεκρούς τον Λάκη, τον Παναγή Σιεγκαρή με μία πληγή στον λάκκο και τον Οδυσσέα Μέλισσο, τον γαμπρό του Μέλισσου Ανδρέα Ματεϊδη και τον άνδρα μου. Επέστρεψα αμέσως στο χωριό και το ανέφερα στο μουκτάρη, ο οποίος ανέλαβε και τους έθαψε».

Λεηλασίες και καταστροφές στο διάβα του Αττίλα

Η Μαρούλα Κώστα Ανδρέου, οικοκυρά από το Τριμίθι είδε το χωριό της να λεηλατείται και να καταστρέφεται από τους Αττίλες που σάρωσαν τα πάντα στο διάβα τους.

Είπε σε κατάθεση της στην Αστυνομία στις 4 Νοεμβρίου 1974:

«Είμαι παντρεμένη με τον Κώστα Ανδρέου κάτοικο Τριμιθίου με τον οποίο αποκτήσαμε δύο παιδιά. Την Τετάρτη 24.7.74 γύρω στις 11 το πρωί εισήλθαν στο χωριό μας 200 Τούρκοι στρατιώτες και ύστερα από εντολή τους όλοι μικροί μεγάλοι και γυναίκες εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας και πήγαμε στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπους.

Εκεί οι Τούρκοι χώρισαν τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα, δηλαδή τις γυναίκες και τα παιδιά μας έβαλαν μέσα στην εκκλησία και τους άνδρες μέσα στο σχολείο. Μας άφησαν εκεί περίπου πέντε ώρες χωρίς νερό και τροφή.

Εκεί ερεύνησαν όλους μας και μας αφήρεσαν χρυσαφικά, ρολόγια και χρήματα. Κατά τις 5 μ.μ. οι Τούρκοι έφεραν φορτηγά και μας έβαλαν όλους μέσα περίπου 400 άτομα και μας πήραν στο Μπογάζι μέσω Κερύνειας. Στο Μπογάζι μας άφησαν μέσα στα αυτοκίνητα μέχρι τα μεσάνυκτα περίπου και μετά μας πήραν πίσω στο χωριό μας και πήγαμε στα σπίτια μας.

Το σπίτι μου το βρήκα λεηλατημένο και όλα τα πράγματα αξίας έλειπαν. Τα υπόλοιπα ήταν κατεστραμμένα. Μείναμε στο χωριό μας μέχρι τις 29.7.74. Το χωριό ήταν υπό τον έλεγχο των Τούρκων, οι οποίοι κάθε νύκτα έριχναν πυροβολισμούς έξω από τα σπίτια μας, κι έτσι μας είχαν συνεχώς καθηλωμένος στα σπίτια μας.

Όπως έχω ακούσει και από άλλες συγχωριανές μου, όλα τα σπίτια είχαν λεηλατηθεί.

Στις 29,7,74 μας έφεραν και πάλι όλους στο Μπογάζι και μας έβαλαν σε μια μάντρα προβάτων, χωρίς πατανίες, χωρίς τίποτα χρειώδη και καθόμαστε πάνω στα κόπρια. Εκεί οι άνδρες ήσαν με δεμένα χέρια καθ’ ότι τους τα είχαν δέσει από το χωριό μας.

Μετά καμιάν δύο ώρες, αφού ερεύνησαν και πήραν τα στοιχεία μας, τις γυναίκες και τα παιδιά κάτω των 15 ετών, καθώς και τους υπερήλικες, δηλαδή πέραν των 70 χρόνων μας μετέφεραν στο χωριό μας όπου μείναμε στα σπίτια μας μέχρι τις 2.8.74.

Κατά την παραμονή μας οι Τούρκοι ερευνούσαν καθημερινά τα σπίτια μας. Οι Τούρκοι δεν μας επέτρεπαν να πάμε σε γιατρό ή να προμηθευτούμε φάρμακα και είδη διατροφής.

Σε μια περίπτωση τα Ηνωμένα Έθνη μας έφεραν τρόφιμα, αλλά αυτά κατασχέθηκαν από τους Τούρκους. Στις 2 Αυγούστου 1974 κατά η ώρα 11 π.μ. οι Τούρκοι μας συγκέντρωσαν στην αυλή του σχολείου και μας είπαν ότι θα μας έπαιρναν κάπου για δύο μέρες και θα μας έφερναν ύστερα πίσω. Έτσι δεν ήταν ανάγκη να πάρουμε τίποτε μαζί μας.

Έφεραν τρία λεωφορεία, μας έβαλαν μέσα και μας έφεραν στην Πράσινη Γραμμή Λευκωσίας, όπου μας είπαν να μπούμε στον ελληνικό τομέα, πράγμα που κάναμε.

Πριν από την αναχώρησή μας, ζητήσαμε άδεια από τους Τούρκους για να πάρουμε από τα σπίτια μας ορισμένα ρούχα, φαγώσιμα και νερό, αλλά δεν μας επέτρεψαν κι ούτε μας είπαν που θα μας έπαιρναν.

Συγκεκριμένα είχα μαζί μου ένα παγούρι νερό για τα μωρά μου και όταν έγινα αντιληπτή από Τούρκο στρατιώτη μου το πήρε και το πέταξε».

«Με ντρόπιασαν στη μέση του δρόμου…»

Εκτός από τις λεηλασίες, τις καταστροφές και το πρωτοφανές πλιάτσικο οι Αττίλες ντρόπιασαν δεκάδες γυναίκες κάθε ηλικίας που βρέθηκαν στην πορεία της αιματηρής πορείας τους στην κατεχόμενη μας γη τις δραματικές εκείνες μέρες της τουρκικής εισβολής.

Πιο κάτω δημοσιεύουμε χαρακτηριστικές περιγραφές που κατέγραψε η Αστυνομία τότε. Τα ονόματα των θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας δεν δημοσιεύονται για ευνόητους λόγους:

>>Μια μητέρα ενός παιδιού, από την Αμμόχωστο αφηγήθηκε τη δραματική της ιστορία με δάκρυα στα μάτια και συγκλονισμένη από το δράμα που πέρασε:

«Μέναμε στην Αμμόχωστο μαζί με τον σύζυγό μου και το παιδί μας μέχρι τις 21 Αυγούστου 1974. Στις 20 του μηνός γύρω στις 11 το πρωί Τούρκοι στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι μας και συνέλαβαν τον άνδρα μου που υπέφερε από το πόδι του και δεν μπορούσε να περπατήσει και τον απομάκρυναν με τη βία.

Όταν πήραν τον άνδρα μου, ένας τούρκος στρατιώτης, που δεν μιλούσε καθόλου ελληνικά, με κτύπησε με το όπλο του και με έσπρωξε προς το κρεβάτι μας. Συνέχιζε να με σπρώχνει μέχρι που με έριξε στο κρεβάτι. Ύστερα άρχισε να μου μιλά στα τουρκικά. Εγώ προσπαθούσα να τον αποφύγω αλλά εκείνος επέμενε… Φώναζα. Τον παρακαλούσα να με αφήσει, να μη μου κάνει κακό.

Εκείνος όμως επέμενε και τελικά με ντρόπιασε… Μετά με την απειλή του όπλου του βγήκαμε στο δρόμο και προχωρούσαμε. Σε κάποιο στάδιο, με ντρόπιασε και πάλι στη μέση του δρόμου. Μετά μας οδήγησαν στην Δερύνεια και με άφησαν ελεύθερη».

>>>Μια 45χρονη γυναίκα από χωριό της επαρχίας Λευκωσίας περιέγραψε σε κατάθεση της τον επανειλημμένο βιασμό τόσο της ίδιας όσο και ενός κοριτσιού:

«Στις 15 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός μπήκε στο χωριό μας με τη συνοδεία αρμάτων μάχης. Ακολούθησαν έρευνες από σπίτι σε σπίτι, ενώ όλοι πυροβολούσαν στον αέρα. Νεκρούς δεν είδα καθώς κλειστήκαμε στο σπίτι.

Στο χωριό βρίσκονταν επίσης πολλοί νέοι στρατιώτες στους οποίους δώσαμε πολιτικά ρούχα ενώ έκρυψαν τα όπλα τους.

Στη συνέχεια οι τούρκοι μας συγκέντρωσαν στο σχολείο και χώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες και μετά μας επέτρεψαν να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Στο σπίτι μου δεν βρήκα κανένα και έτσι έμεινα στο σπίτι μιας γειτόνισσας.

Τρεις μέρες αργότερα ήλθαν στο σπίτι που έμενα δυο τούρκοι στρατιώτες και με διέταξαν να τους ακολουθήσω. Με πήραν σε ένα διπλανό σπίτι και με βίασαν.

Το ίδιο έκαμαν άλλοι τούρκοι στρατιώτες και σε άλλες δέκα τουλάχιστον γυναίκες. Μεταξύ αυτών ήταν και ένα ανήλικό κοριτσάκι που το παρέλαβε ένας τούρκος στρατιώτης στους αγρούς και το βίασε. Το κοριτσάκι έκλαιε δυνατά γιατί πονούσε. Το ίδιο έκαναν και σε μια άλλη νέα η οποία αποπειράθηκε μάλιστα να αυτοκτονήσει…»

>>>Μια άλλη γυναίκα από χωριό της επαρχίας Λευκωσίας εγκλωβίστηκε στο σπίτι της κατά την προέλαση των τούρκων στρατιωτών μαζί με τη κόρη της, ηλικίας 25 χρόνων. «Ένα πρωινό ήρθαν τούρκοι στρατιώτες στο σπίτι μας και αφού μας επετέθησαν μας βίασαν. Εμένα με βίασε ένας στρατιώτης και την κόρη μου δύο άλλοι. Μετά από αυτό έφυγαν κι εμείς μετακινηθήκαμε σε σπίτι κάποιου γνωστού μας που είχε μείνει εγκλωβισμένος.

Ωστόσο την επομένη έφθασαν και πάλι τρεις Τούρκοι στρατιώτες και μας  βίασαν και πάλι αφού μας έδεσαν τα στόματα. Εμένα με βίασε και πάλι ένας στρατιώτης και την κόρη μου άλλοι δυο. Μια μέρα βρήκαμε τον αξιωματικό και ζητήσαμε να μας μεταφέρει στις περιοχές μας, αλλά αυτός αρνήθηκε.

Την ίδια μέρα κατά τη δύση του ηλίου έφθασαν στο σπίτι που μέναμε πέντε στρατιώτες και πήραν και πάλι την κόρη μου σε ένα διπλανό σπιτι και την βίασαν. Μου είπε ότι την βίασαν και οι πέντε ο ένας μετά τον άλλο…

>>Στην επαρχία Λευκωσίας ζούσε μια 60χρονη γυναίκα μαζί με τέσσερα της παιδιά και τα εγγονάκια της.

Ο σύζυγος της ήταν βοσκός και διατηρούσε μάντρα έξω από το χωριό. Όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι στο χωριό δεν ξανάδε τον άνδρα της για αρκετές μέρες κι η ίδια έμεινε στο σπίτι μόνη και κρυβόταν μέχρι να περάσει το κακό, όπως ήλπιζε. Όμως μια μέρα στα μέσα Αυγούστου 1974 οι τούρκοι κτυπούσαν την πόρτα της. Είπε:  «Γύρω στο πρωί είδα αρκετούς Τούρκους να πλησιάζουν σε συγγενικό μας σπίτι και να κλέβουν ξυλεία. Βγήκα έξω και στους έκαμα παρατήρηση. Μετά βρήκα μερικούς στρατιώτες και τους επανέλαβα το παράπονο μου. Ήταν μια ομάδα από 12 στρατιώτες. Μόλις με είδαν ήλθαν κοντά μου και με κτύπησαν στο κεφάλι με το υποκόπανο του όπλου τους. Ζαλίστηκα και έχασα τις αισθήσεις μου. Σαν επανηύρα τις αισθήσεις μου οι τούρκοι στρατιώτες είχαν φύγει αφού με ερεύνησαν και πήραν τα χρήματα που κρατούσα.

Μια ώρα αργότερα έφθασαν άλλοι Τούρκοι και έκλεψαν τα πρόβατα του συζύγου μου. Βγήκα έξω και τους παρακάλεσα: «Αφήστε μας τουλάχιστον δυο- τρεις για να έχουμε γάλα για να πίνουμε». Ο Τούρκοι στρατιώτες μου μιλούσαν ελληνικά. Ένας μου είπε: «Έχουμε διαταγές να τα πάρουμε όλα». Πήραν το κοπάδι κι έφυγαν εκτός από μια κατσίκα που ήταν κρυμμένη και δεν την εντόπισαν.

Την επομένη, όμως, επέστρεψαν και πάλι και πήραν ότι υπήρχε  σ αυτό μεταξύ των οποίων και ένα ραδιόφωνο. Έφυγαν. Όμως έμειναν δυο και ξαφνικά ο ένας άρχισε να μου κάνει χειρονομίες αφήνοντας μου να εννοηθεί ότι ήθελε να με βιάσει. Αρνήθηκα. Ομάς αυτός άρχισε και πάλι να με κτυπά με τα χέρια του και με το υποκόπανο του όπλου του και οδήγησε στο σπίτι και με βίασε. Έφυγε και έφθασε ο δεύτερος που με βίασε κι εκείνος με την απειλή του όπλου του…»

Φιλελεύθερος