Ιστορικά, οι παραδοσιακές ναυτικές δυνάμεις στοχεύουν πάντα στην άσκηση
θαλάσσιας κυριαρχίας, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως μέσω των κυρίων μονάδων
επιφανείας. Στην άλλη πλευρά, οι παραδοσιακές χερσαίες δυνάμεις, στοχεύουν
συνήθως στην άσκηση θαλάσσιας άρνησης, δηλαδή στην άρνηση πρόσβασης των
εχθρικών πολεμικών και εμπορικών πλοίων, στις θαλάσσιες περιοχές
ενδιαφέροντος.
Αυτό προσπαθούν να το κατορθώσουν μέσω της μαζικής χρήσης υποβρυχίων (πχ
γερμανικός υποβρύχιος πόλεμος κατά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους). Στην
ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, η Ελλάδα είναι η παραδοσιακή ναυτική δύναμη,
παρόλη την εθνικά ανεύθυνη πολιτική και πρακτική της εγκατάλειψης του ΠΝ τις
τελευταίες δυο δεκαετίες από τις πολιτικές ηγεσίες. Παράλληλα, η Τουρκία είναι
η παραδοσιακή χερσαία δύναμη, με μικρή ναυτική εμπειρία και χωρίς να έχει
επιδείξει κάποια ναυτική νίκη στην σύγχρονη ιστορία.
Προσαρμόζοντας τα παραπάνω στην ελληνοτουρκική ναυτική αντιπαράθεση, πάγια
θέση του γράφοντος είναι ότι η κύρια μελλοντική απειλή για το ΠΝ στο Αιγαίο
από την δράση του ΤΝ, είναι ο εκτεταμένος υποβρύχιος στόλος του τελευταίου
(και ο οποίος αναμένεται να αυξάνεται συνεχώς την επόμενη δεκαετία) και όχι τα
κύρια πλοία επιφανείας του.
Άλλωστε, η διαμορφούμενη αεροπορική υπεροχή υπέρ της ΠΑ, ιδιαίτερα με την
ύπαρξη του κορυφαίου συνδυασμού Rafale F3R/AM-39 Exocet, κάνει εξαιρετικά
επικίνδυνη για το ΤΝ την μαζική χρήση πλοίων επιφανείας στο Αιγαίο. Σε αυτό
ασφαλώς, μπορούν να προστεθούν τα 4 υποβρύχια Type 214 του ΠΝ, οι επάκτιες
συστοιχίες MM-40 Exocet και οι υπό παραγγελία πύραυλοι SPIKE NLOS που θα
χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα σε χερσαίες, ναυτικές και εναέριες πλατφόρμες
εκτόξευσης.
Εάν προσθέσουμε και τις μονάδες ΠΒ που βρίσκονται ταγμένες διάσπαρτες στα
πολυπληθή ελληνικά νησιά, η μαζική χρήση πλοίων επιφανείας από το ΤΝ στο
Αιγαίο, καθίσταται αυτοκτονική. Μόνη ρεαλιστική λύση για το ΤΝ είναι η
μαζική χρήση υποβρυχίων και USV οι σχετικές αποφάσεις και ναυπηγικές
εξελίξεις στο ΤΝ, επιβεβαιώνουν αυτή την πεποίθηση. Εάν δούμε μαζική χρήση
κυρίων πλοίων επιφανείας του τουρκικού Στόλου, αυτό αναμένεται να συμβεί
στην Ανατολική Μεσόγειο συμπεριλαμβανομένου και του Συμπλέγματος της
Μεγίστης, όπου εκεί ο Τουρκικός Στόλος θα έχει και την υποστήριξη από την
μικρασιατική ακτή.
Αυτή τη στιγμή το ΤΝ διαθέτει ή έχει παραγγείλει:
– 4 υποβρύχια Type 209/1200, μερικώς εκσυγχρονισμένα, τα οποία αναμένεται να
αποσυρθούν όταν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα ναυπηγήσεως των Type 214TN.
– 4 υποβρύχια Type 209/1400 κλάσης Preveze, πλήρως εκσυγχρονισμένα.
– 4 υποβρύχια Type 209/1400 κλάσης Gur, με βελτιωμένο οπλισμό και
ηλεκτρονικό εξοπλισμό τουρκικής κατασκευής.
– 6 υποβρύχια Type 214TN με γερμανικό σύστημα AIP, με το πρώτο να έχει
παραδοθεί στο ΤΝ, το δεύτερο θα αρχίσει σύντομα τις θαλάσσιες δοκιμές, ενώ
το τρίτο θα παραδοθεί το 2024-25 και θα ακολουθήσει η ναυπήγηση άλλων τριών
υποβρυχίων. Τα τουρκικά υποβρύχια είναι μεγαλύτερου εκτοπίσματος από τα
αντίστοιχα ελληνικά, έχουν αντιμετωπιστεί πλήρως τα προβλήματα που
παρουσιάστηκαν στην αρχική έκδοση και πιθανότατα είναι ανώτερων επιδόσεων.
Επίσης, τακτικά ενδιαφέρουσα και ταυτόχρονα επικίνδυνη για το ΠΝ και τις ΕΔ,
η ενσωμάτωση του γερμανικού πυραύλου IDAS που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά
ελληνικών ελικοπτέρων και κατά ελληνικών θαλάσσιων και παράκτιων στόχων.
Για τον στόλο αυτό των υποβρυχίων, το ΤΝ διαθέτει σύγχρονες τορπίλες Mk-48
ADCAP, Mk24 Tigerfish, DM2 Seahake και ετοιμάζεται για την εισαγωγή σε
υπηρεσία της εγχώριας τορπίλης AKYA, η οποία έχει εντυπωσιακές ομοιότητες με
την γερμανική DM2, της οποίας φαίνεται να είναι αντίγραφο, ενώ είναι πολύ
πιθανό να έχει γίνει μεταφορά τεχνολογίας από την γερμανική πλευρά.
Τα τουρκικά σχέδια όμως, δεν περιορίζονται μόνο στα παραπάνω, αλλά οι
φιλοδοξίες για τον υποβρύχιο στόλο είναι πολύ ευρύτερες και μακροπρόθεσμες.
Μετά την ναυπήγηση των 6 Type 214ΤΝ, είναι προγραμματισμένο να ξεκινήσει η
ναυπήγηση άλλων 6 υποβρυχίων του προγράμματος MILDEN, το οποίο θα αποτελεί
μια σημαντικά μεγενθυμένη έκδοση των Type 214TN (2700tn/80m έναντι
1860tn/65m).
Τα υποβρύχια θα διαθέτουν τουρκικής σχεδίασης σύστημα ΑΙΡ παρόμοιο με το
αντίστοιχο γερμανικό, αν και πιθανότατα χαμηλότερης απόδοσης, ενώ και τα
περισσότερα συστήματα μάχης και ο οπλισμός θα είναι τουρκικής σχεδίασης και
κατασκευής. Για τα υποβρύχια αυτά, σχεδιάζεται και μια υποβρύχια
εκτοξευόμενη έκδοση του ATMACA, τόσο στην έκδοση κατά στόχων επιφανείας, όσο
και στην έκδοση κατά χερσαίων στόχων.
Πέρα όμως από το πρόγραμμα MILDEN που θα αποδώσει υποβρύχια μεγάλου
εκτοπίσματος, το ΤΝ φαίνεται να επενδύει και στα μίνι-υποβρύχια παράκτιας
χρήσης STM500. Τα υποβρύχια αυτά θα έχουν εκτόπισμα 530 τόνους, μήκος 42
μέτρα, βάθος κατάδυσης 200+ μέτρα, τέσσερις τορπιλοσωλήνες με 8 όπλα
(τορπίλες και πύραυλοι) ως συνολικό απόθεμα, ενώ θα μπορούν να υποστηρίξουν
επιχειρήσεις βατραχανθρώπων, μη επανδρωμένων υποθαλάσσιων οχημάτων (UUV) και
ναρκοθέτησης.
Επίσης προγραμματίζεται η εγκατάσταση τουρκικής σχεδίασης συστήματος AIP.
Είναι προφανές ότι το μικρό μέγεθος του υποβρυχίου και το μειωμένο ίχνος σε
ενεργά και παθητικά σονάρ, το κάνουν ιδανικό για το περιβάλλον του Αιγαίου
και ειδικά γύρω από τα αβαθή των ελληνικών νησιών, όπου με τακτικές ενέδρας
ή αγέλης, μπορούν να κάνουν μεγάλη ζημιά και δυσανάλογη σε σχέση με το μικρό
τους μέγεθος. Το μικρό μέγεθος και κόστος, επιτρέπει στο ΤΝ την ναυπήγηση
αυξημένου αριθμού τέτοιων μίνι-υποβρυχίων που μπορούν να κατακλύσουν τα
στενά περάσματα μεταξύ των ελληνικών νησιών σε ολόκληρο το Αιγαίο,
προκαλώντας κορεσμό σε στρατηγικό επίπεδο. Η απειλή των μίνι-υποβρυχίων δεν
είναι πλέον θεωρητική, αλλά στο άμεσο μέλλον θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη.
Η απόκτηση των 3 FDI HN με τα προηγμένα σόναρ CAPTAS 4 Compact, δίνει
πρωτοφανείς ανθυποβρυχιακές δυνατότητες στο ΠΝ. Τα συστήματα αυτά αποτελούν
κορυφαίους αισθητήρες εντοπισμού υποβρυχίων σε μεγάλες αποστάσεις και στην
ουσία λειτουργούν ως υποθαλάσσια συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για
υποβρύχιες απειλές. Οι FDI HN, εντοπίζοντας εχθρικά υποβρύχια σε μεγάλες
αποστάσεις, θα μπορούν να κατευθύνουν τα υπόλοιπα πλοία και τα εναέρια μέσα
του ΠΝ για την εμπλοκή τους. Κρίνεται σκόπιμη επομένως, η απόκτηση και του
4ου πλοίου που προβλέπεται στην σύμβαση, ενώ ασφαλώς ο αριθμός των 6
συνολικά πλοίων θα ήταν ιδανικός για ταυτόχρονες ανθυποβρυχιακές
επιχειρήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Η πρόθεση απόκτησης κορβετών, εξοπλισμένων με σόναρ CAPTAS 2, είναι μια πολύ
σημαντική συμπληρωματική προσθήκη στην άμυνα κατά υποβρυχίων. Έχοντας έναν
σύγχρονο αισθητήρα μεσαίου βεληνεκούς και υπό την καθοδήγηση των FDI HN, οι
κορβέτες εάν αποκτηθούν τελικά, θα ενισχύσουν κατά πολύ τις ανθυποβρυχιακές
ικανότητες του ΠΝ, καθότι θα αποτελούν τα κατεξοχήν πλοία εμπλοκής
υποβρυχίων, ιδιαίτερα για το Αιγαίο. Και σε αυτήν την περίπτωση η απόκτηση 4
τουλάχιστον πλοίων κρίνεται απαραίτητη, ενώ επιπλέον αριθμός πλοίων θα
αυξήσει κατά πολύ την ανθυποβρυχιακή κάλυψη του Στόλου.
Η αναβάθμιση των ΜΕΚΟ έχει ήδη καθυστερήσει και δυστυχώς δεν περιλαμβάνει
την αντικατάσταση του VDS σονάρ με ένα σύγχρονο σύστημα υψηλών επιδόσεων,
όπως το CAPTAS 2, που θα έδινε κατακόρυφη αύξηση των ικανοτήτων των πλοίων
απέναντι στα υποβρύχια Type 214TN με σύστημα ΑΙΡ. Το επιπλέον κόστος των 4
σονάρ πιστεύουμε ότι δικαιολογείται για το μέγεθος της τωρινής και
μελλοντικής απειλής από τα τουρκικά υποβρύχια και θα έπρεπε να είχε
συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα αναβάθμισης των πλοίων.
Η απόκτηση επιπλέον σύγχρονων υποβρυχίων είναι αδιαμφισβήτητα απαραίτητη και
λόγω της επικίνδυνης γηραιότητας των Type 209/1100-1200 και λόγω της
αναμενόμενης μεγάλης ποσοτικής υπεροχής του τουρκικού υποβρυχίου στόλου στο
μέλλον. Αν και οι μονομαχίες μεταξύ υποβρυχίων έγιναν διάσημες από την
ταινία «Το κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη», στην πραγματικότητα η πολεμική
ιστορία έχει να επιδείξει ελάχιστες τέτοιες μονομαχίες, παρόλη τη μαζική
χρήση υποβρυχίων στα μέτωπα του Ατλαντικού και του Ειρηνικού κατά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρόλα αυτά, είναι απαραίτητη η απόκτηση νέων υποβρυχίων για το ΠΝ. Η θέση
του γράφοντος είναι ότι χρειάζονται υποβρύχια σημαντικά αυξημένου
εκτοπίσματος για την Μεσόγειο, έτσι ώστε να διαθέτουν αυτά αυξημένες
επιδόσεις και αυξημένο φόρτο όπλων, προσφέροντας κάποιο ποιοτικό και τακτικό
πλεονέκτημα στο ΠΝ.
Επιπρόσθετα, αξίζει να ερευνηθεί η μετάβαση σε έναν μη γερμανικό τύπο
υποβρυχίου για την εξασφάλιση επιπλέον τακτικών πλεονεκτημάτων μέσω της
διαφοροποίησης στα υποβρύχια και τα όπλα τους σε σχέση με τον αντίπαλο. Το
ΠΝ και το ΤΝ διαθέτουν και τα δύο γερμανικής προέλευσης υποβρύχια με το ίδιο
σύστημα ΑΙΡ και τα ίδια όπλα, πράγμα που δεν βοηθάει το ΠΝ στην προσπάθεια
εξισορρόπησης μέσω της ποιοτικής υπεροχής, του αριθμητικά υπέρτερου
τουρκικού υποβρυχίου στόλου. Το ΠΝ χάνει πλέον το μονοπώλιο της ύπαρξης
συστήματος ΑΙΡ που έδινε έως τώρα αυτό το ποιοτικό πλεονέκτημα.
Είναι απαραίτητη η προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού για την απόκτηση σύγχρονων
υποβρυχίων, όπου θα αξιολογηθούν και θα συγκριθούν γερμανικοί, γαλλικοί,
σουηδικοί και ιταλικοί τύποι υποβρυχίων και με προτίμηση σε εκδόσεις και
τύπους υποβρυχίων σημαντικά αυξημένου εκτοπίσματος σε σχέση με τα αρχικά
Type 214HN. Θα πρέπει να αξιολογηθούν όλοι οι τομείς: μέγεθος, επιδόσεις,
τεχνολογία συσσωρευτών, σύστημα ΑΙΡ, συστήματα sonar και λοιπά ηλεκτρονικά
συστήματα και βεβαίως τα όπλα (τωρινά και μελλοντικά).
Όσον αφορά τα εναέρια μέσα του ΠΝ, θα πρέπει να γίνει εδώ μια διευκρίνιση.
Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι αυτά αποτελούν πλέον το κύριο μέσο εντοπισμού
υποβρυχίων. Αυτό ίσως και να ισχύει για την απεραντοσύνη των μεγάλων ωκεανών
στους οποίους επιχειρεί το Αμερικανικό Ναυτικό, όπου τα εναέρια μέσα μπορούν
να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις σχετικά γρήγορα και με απόλυτη ασφάλεια,
εφόσον λείπουν οι άμεσες εχθρικές απειλές επιφανείας. Σίγουρα όμως δεν
μπορεί να ισχύει ο ίδιος ισχυρισμούς στο κλειστό επιχειρησιακό περιβάλλον
του Αιγαίου, όπου το επίπεδο απειλών είναι μεγάλο και πολυδιάστατο για τα
εναέρια μέσα του ΠΝ.
Να υπενθυμίσουμε ιδιαίτερα για τα ελικόπτερα, ότι αυτά δεν μπορούν να
αποτελέσουν το κύριο μέσο επιχειρήσεων σε καιρό πολέμου, παρά μόνο
συμπληρωματικό μέσο γιατί:
– Δεν μπορούν να επιχειρήσουν με άσχημες καιρικές συνθήκες.
– Δεν μπορούν να επιχειρήσουν όταν το επίπεδο αεροπορικής και
αντιαεροπορικής απειλής κρίνεται πολύ μεγάλο.
– Μπορούν να πάθουν βλάβη στο πλοίο ή στον αέρα και να μην μπορούν να
συνεχίσουν να επιχειρούν.
– Μπορούν να έχουν πτώση λόγω βλάβης ή εχθρικών ενεργειών κατά την αποστολή
τους.
– Υπάρχουν περιορισμοί ανθρώπινης φύσης και αντοχής που αφορούν τους
πιλότους των ελικοπτέρων.
– Έχουν περιορισμό στο μεταφερόμενο καύσιμο του ελικοπτέρου καθώς και στο
μεταφερόμενο αεροπορικό καύσιμο από το ίδιο το πλοίο.
Παρόλα αυτά είναι ένα πολύ χρήσιμο συμπληρωματικό μέσο εντοπισμού υποβρυχίων
για τα πλοία, για τα οποία αποτελεί τον μακρύ βραχίονα τους στην εμπλοκή
υποβρυχίων. Υπό αυτήν την οπτική, τα ελικόπτερα MH-60R του ΠΝ συνδυαζόμενα
με τις FDI HN και τις κορβέτες, μεγιστοποιούν τόσο τις δικές τους ικανότητες
και των πλοίων, όσο και του Στόλου γενικότερα. Στο ίδιο πλαίσιο, η
προβλεπόμενη αναβάθμιση 3 Aegean Hawk με το ίδιο σόναρ χαμηλών συχνοτήτων
που διαθέτουν τα Romeo, είναι θετική, ενώ κρίνεται σκόπιμο να επεκταθεί αυτή
στο σύνολο των Aegean Hawk. Υπενθυμίζουμε ότι το σύστημα σόναρ ALFS των
Romeo είναι το κορυφαίο ποντιζόμενο σόναρ της Thales. Μια επιπλέον προσθήκη
που θα μπορούσε να εξεταστεί για τα Aegean Hawk είναι η ανάρτηση ατρακτίδιου
εξαπόλυσης ηχοσημαντήρων.
Η περίπτωση των P-3B και τα προβλήματα στα χρονοδιαγράμματα που το πρόγραμμα
αναβάθμισης αντιμετωπίζει, είναι γνωστά. Σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε τα
P-3B να αποτελέσουν προτεραιότητα έναντι νέων πλοίων για τον Στόλο και του
εκσυγχρονισμού των ΜΕΚΟ. Παρόλα αυτά, η επιλογή έγινε από την ηγεσία και εάν
τελικά τα αεροσκάφη παραδοθούν, αυτά μπορούν να αποτελέσουν μια ακόμα
προσθήκη για ανθυποβρυχιακές αποστολές, κυρίως για την Ανατολική (και όχι
μόνο με βάση την τουρκικές αναζητήσεις σε Λιβύη και Αλβανία) Μεσόγειο. Η
μεγάλη αυτονομία πτήσης, ο μεγάλος αριθμός ηχοσημαντήρων που μεταφέρουν και
η δυνατότητα μεταφοράς σημαντικού αριθμού τορπιλών είναι πλεονεκτήματα.
Επίσης να σημειωθεί η δυνατότητα του νέου ραντάρ με διαμόρφωση SAR/ISAR, να
εντοπίζει περισκόπια υποβρυχίων σε σημαντικές αποστάσεις. Αντιθέτως, ως
ανεξήγητες ελλείψεις να σημειωθούν η απουσία ενός σύγχρονου συστήματος MAD
και ενός τερματικού Link 16. Άξιο αναφοράς είναι και το ελληνικό σύστημα
MIMS της Scytalys που αναβαθμίζει καταλυτικά τις δυνατότητες των P-3B.
Κάποιες άλλες συμπληρωματικές ενέργειες που θα μπορούσαν να προσφέρουν στο
επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου ενάντια στα εχθρικά υποβρύχια, είναι
πρώτον η εξέταση τοποθέτησης μικρών σόναρ, καθώς και εκτοξευτών τορπιλών από
τις αποσυρόμενες S στις κανονιοφόρους κλάσης ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ και ΜΑΧΗΤΗΣ του ΠΝ
για παράκτιες ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση
των μίνι-υποβρυχίων STM500 που θα επιχειρούν κυρίως μεταξύ των ελληνικών
νησιών.
Δεύτερον, η εξέταση δημιουργίας ενός δικτύου υδροφώνων κατά μήκος του
Αιγαίου, ιδιαίτερα σε στενά θαλάσσια περάσματα και στρατηγικής σημασίας
περιοχές, για την έγκαιρη προειδοποίηση για υποβρύχιες απειλές. Το δίκτυο
αυτό θα μπορούσε να ήταν μόνιμης εγκατάστασης (θα κινδύνευε όμως από
προληπτικές δολιοφθορές) ή γρήγορης τοποθέτησης, ποντιζόμενο από πλοία σε
προκαθορισμένα σημεία σε περίοδο κρίσης.
Καταλήγοντας, η τουρκική υποβρύχια απειλή είναι ήδη μεγάλη και αναμένεται
αυτή να γίνει συνεχώς κλιμακούμενη τα επόμενα χρόνια, τόσο με την παράδοση
των Type 214TN, όσο και με τα προγράμματα MILDEN και STM500.
Το ΠΝ έχει κάνει ήδη κάποιες σημαντικές κινήσεις αντιμετώπισης (FDI HN,
MH-60R), κάποιες όμως έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα (κορβέτες, ΜΕΚΟ,
P-3B), ενώ δυστυχώς δεν υπάρχει επίσημα ενεργό κάποιο πρόγραμμα απόκτησης
επιπλέον υποβρυχίων. Οι ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις είναι συνδυαστικές
επιχειρήσεις, όπου διαφορετικά μέσα, αισθητήρες και όπλα συνεργάζονται για
την όσο το δυνατόν καλύτερη αντιμετώπιση της εχθρικής υποβρύχιας απειλής.
Όλα τα μέσα χρειάζονται, στον βαθμό που τους αναλογεί, και όλα
αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους σε τακτικό επίπεδο.
Το βέβαιο πάντως είναι, ότι μόλις 3 FDI HN και 7 MH-60R δεν είναι επαρκής
αριθμός για την αντιμετώπιση της υπάρχουσας υποβρύχιας απειλής, πόσο μάλλον
για την αντιμετώπιση της μελλοντικής. Το ΠΝ και η πολιτική ηγεσία θα πρέπει
να προωθήσουν άμεσα την απόκτηση των κορβετών και την αναβάθμιση των ΜΕΚΟ,
ενώ σύντομα θα πρέπει να εμφανίσουν και ένα πρόγραμμα απόκτησης υποβρυχίων
μέσω διεθνούς διαγωνισμού.