Στρατηγικό σημείο ανάφλεξης η Αν. Μεσόγειος – Η Ελλάδα σε μια πολλαπλά «δύσκολη» γειτονιά



Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα και άλλες χώρες της περιοχής και ο αυξανόμενα επιθετικός ρόλος της Τουρκίας στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία τείνει να μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη για μια σειρά από λόγους, βρίσκονται στο επίκεντρο της μελέτης του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών (IISS) με τίτλο «Αναταράξεις στην Ανατολική Μεσόγειο» και ανάλυση πάνω στη γεωπολιτική κατάσταση και την ασφάλεια της περιοχής. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι συγγραφείς της μελέτης περιγράφουν την Ανατολική Μεσόγειο ως «στρατηγικό σημείο ανάφλεξης» και κάνουν λόγο για περίπου δύο δεκαετίες συσσώρευσης έντασης για μια σειρά από αίτια. 

Σε αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι πολλές διαφωνίες που υπάρχουν ανάμεσα στα κράτη της περιοχής, αλλά και οι εμφύλιοι πόλεμοι, η ιδεολογική διάσταση (πολιτικό Ισλάμ), η μετανάστευση, η τρομοκρατία, η ανάδυση δύο αναθεωρητικών δυνάμεων (Τουρκία και Ιράν). Ενδεικτικό της αντίληψης η οποία πλέον υπάρχει και στις εκδόσεις ενός από τα πιο έγκυρα think tanks στον κόσμο, είναι ότι στο γεωπολιτικό τοπίο ως προεξάρχουσα προβάλλεται η αποφασιστικότητα της Αγκυρας στην προβολή των συμφερόντων της αλλά και στις σχέσεις με τη Δύση. Ο αμερικανικός «αναχωρητισμός» από την περιοχή, ο δάκτυλος της Ρωσίας, η αυξανόμενη οικονομική επιρροή της Κίνας αλλά και οι νέες δυναμικές λόγω των πολλαπλών συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο της μελέτης. Οπως άλλωστε και η Ανατολική Μεσόγειος ως σταυροδρόμι εμπορίου και ως περιοχή άντλησης ενεργειακών πόρων. Ειδικότερα, στη μελέτη αναφέρονται τα εξής:

Ελληνοτουρκικές σχέσεις και Κυπριακό
Αν και εκτιµάται ότι είναι απίθανη μια τουρκική εισβολή στην Κυπριακή Δημοκρατία, είναι «ελαφρώς λιγότερο απίθανη» η ανοιχτή προσάρτηση του ψευδοκράτους από την Τουρκία. Σημειώνεται ότι για την Κύπρο οι τουρκικές φιλοδοξίες είναι «υπαρξιακή απειλή», ενώ για την Ελλάδα πρωταρχική. Οι εντάσεις που έχει δημιουργήσει η Τουρκία με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία γίνονται αντιληπτές ως καθοριστικές για «μια δεκαετία φρενήρους γεωπολιτικού ανταγωνισμού στην περιοχή». Αν και δεν υποτιμάται η προσπάθεια της Αγκυρας να ρίξει τους τόνους «από οικονομική αναγκαιότητα», υπογραμμίζεται ότι η προσπάθεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αφήσει μια κληρονομιά τουλάχιστον ανάλογη εκείνης του Κεμάλ Ατατούρκ δημιουργεί «το ενδεχόμενο για νέα κλιμάκωση στη θάλασσα με την Ελλάδα και την Κύπρο», όπως και την ανατροφοδότηση των εντάσεων με περιφερειακούς παίκτες της περιοχής όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ και το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου. Στο σκέλος των διαφορών Ελλάδας και Τουρκίας στον τομέα των θαλάσσιων ζωνών, κρίνεται ότι το Διεθνές Δικαίο και η Διεθνής Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) «έχει αποδειχθεί ανεπαρκές» στην επίλυσή τους.

Ο ρόλος και οι στόχοι της Τουρκίας
Εύλογα η Τουρκία δεν αντιµετωπίζεται µόνο µέσα από το πρίσµα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Τονίζεται ότι η προσπάθεια επέκτασης της επιρροής της Τουρκίας ενοχλεί και άλλους στην περιοχή, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, που –όπως αναφέρεται– δεν έχουν καταφέρει να περιορίσουν την Αγκυρα, «διότι δεν µοιράζονται τους ίδιους στρατηγικούς στόχους και αναλύσεις κινδύνου». Εν ολίγοις Αίγυπτος και Ισραήλ δεν αντιλαµβάνονται την άνοδο της Τουρκίας ως υπαρξιακή απειλή (όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Συρία) αλλά ως µια σηµαντική πρόκληση που πρέπει µάλλον να διαχειριστούν. Οι συγγραφείς της µελέτης υπογραµµίζουν, επιπλέον, ότι η Τουρκία δεν έχει κατορθώσει να επιτύχει πλήρως τους στρατηγικούς στόχους της: «Οι εταίροι της στη Συρία και την Αίγυπτο έχουν αποτύχει να εξασφαλίσουν την εξουσία και οι σχέσεις µε τους βασικούς δρώντες της περιοχής (Ελλάδα, Αίγυπτος και Ισραήλ) είναι γεµάτες δυσπιστία. Ωστόσο έχει παρέµβει επιτυχώς στη Λιβύη και στη Συρία, ανακόπτοντας εχθρούς και µετατρεπόµενη σε κεντρικό παίκτη για οποιαδήποτε διπλωµατική επίλυση αυτών των κρίσεων». Σε γενικές γραµµές, αναφέρεται ότι «η Τουρκία υπήρξε η µοναδική χώρα στην περιοχή που πέτυχε να διαµορφώσει το άµεσο περιβάλλον της, ειδικότερα µέσω της προβολής ισχύος στη Λιβύη και στη Συρία», αν και επισηµαίνεται ότι δεν έχει κατορθώσει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην περιοχή «λόγω των οικονοµικών κρίσεων και των δύσκολων σχέσεών της µε τους πιο σηµαντικούς συµµάχους στο ΝΑΤΟ και άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου».

Η περιοχή περιγράφεται ως «στρατηγικό σημείο ανάφλεξης», ενώ γίνεται λόγος για περίπου δύο δεκαετίες συσσώρευσης έντασης – Ποια είναι τα σενάρια.

Οι ΗΠΑ και άλλοι μεγάλοι δυτικοί παίκτες
Οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν ως έναν από τους λόγους της αναταραχής στην περιοχή τη σταδιακή υποχώρηση των ΗΠΑ από την Ανατολική Μεσόγειο, εξέλιξη η οποία έχει δημιουργήσει κενά στην πολιτική σταθερότητα και στην ασφάλεια. Ωστόσο εκτιμούν ότι ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων «δεν είναι ακόμα καθοριστικό χαρακτηριστικό στο πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου». Η Ρωσία και η Κίνα δεν θεωρούνται καθοριστικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού (game changers) αλλά αντιμετωπίζονται από τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου ως «μοχλοί» που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τη μεγαλύτερη ανάμειξη μεγάλων δυτικών παικτών, κυρίως των ΗΠΑ. Προφανώς ο ιδιότυπος ανταγωνισμός ΗΠΑ και Ρωσίας δεν υποτιμάται, αλλά περιγράφεται ως «περίπλοκος». Οι ΗΠΑ, όπως και άλλοι δυτικοί παράγοντες, κυρίως η Γερμανία και λιγότερο η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, περιγράφονται ως «αναντικατάστατοι» για «ζωτική οικονομική, πιστωτική, στρατιωτική και διπλωματική υποστήριξη». Σημειώνεται, πάντως, ότι ακριβώς η πολύ πιο αποσπασματική παρουσία των ΗΠΑ έχει οδηγήσει την αμερικανική πολιτική στην περιοχή σε επιλογές «μινιμαλιστικές, οπορτουνιστικές και αντανακλαστικές». Μάλιστα τονίζεται ότι η Ουάσιγκτον προσπαθεί, όποτε είναι δυνατόν, να αναθέτει την προσπάθεια σε χώρες της Ευρώπης (outsource) ή να συνεργάζεται στην αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων. Και φέρνουν ως παράδειγμα την από κοινού διαχείριση της ελληνοτουρκικής κρίσης του 2020 από την Ουάσιγκτον και το Βερολίνο.

Οι δαπάνες για αναβάθμιση εξοπλισμών
Οι συγγραφείς της μελέτης δεν θα μπορούσαν να παραλείψουν από την έρευνά τους τις σημαντικές δαπάνες για αγορές οπλικών συστημάτων και αναβάθμιση υφισταμένων, από όλα τα κράτη της περιοχής. Αναφέρονται, μάλιστα, στις προσπάθειες Ελλάδας, Τουρκίας, Ισραήλ, Αιγύπτου και Κύπρου για αναβάθμιση των αμυντικών δυνατοτήτων τους, κυρίως στον αέρα και στη θάλασσα, σημειώνοντας ότι, παρ’ όλα αυτά, δεν αποτελούν «ανταγωνισμό εξοπλισμών». Στον τομέα των εξοπλισμών γίνεται λόγος για «αλλαγή δυναμικής» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στον τομέα της αεροπορίας. Η Ελλάδα, αναφέρουν, «είναι πιθανόν να εκσυγχρονίσει τον στόλο της με Rafale και F-35, ενώ στην Τουρκία οι ΗΠΑ έχουν αρνηθεί την προμήθεια σύγχρονων αεροσκαφών», λόγω της επιλογής της Αγκυρας να αγοράσει S-400 από τη Ρωσία. «Προς το παρόν η Τουρκία μπορεί να περιμένει μόνο την αναβάθμιση των F-16 που ήδη διαθέτει», συμπληρώνουν. Τονίζουν, πάντως, ότι η Τουρκία έχει αυξήσει τις επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία της «με επίκεντρο την παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV) και στόχο την κατασκευή μαχητικών αεροσκαφών, στόχος που προς το παρόν παραμένει απροσπέλαστος». Στη μελέτη σημειώνεται, ακόμα, ότι καμία από τις χώρες της περιοχής δεν έχει σημαντικές «εκστρατευτικές» δυνατότητες, ωστόσο γίνεται ειδική αναφορά στην Τουρκία. Οπως λένε, η Τουρκία «έχει αναπτύξει ένα αποτελεσματικό μοντέλο περιορισμένης παρέμβασης μέσω ενός μείγματος απευθείας στρατιωτικής εμπλοκής και υποστήριξης τοπικών ένοπλων ή με επιρροή σε διάφορα δίκτυα, όπως έγινε στη Συρία και στη Λιβύη. Γίνεται αναφορά και σε δαπάνες για εξοπλισμούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία του IISS το Ισραήλ δαπάνησε το προηγούμενο έτος συνολικά 22,48 δισ. δολάρια, η Τουρκία 9,69, η Ελλάδα 7,35, η Αίγυπτος 4,88 και η Κύπρος 0,57 δισ. δολάρια.

Ενεργειακά σχέδια και ανταγωνισμός
Ως προς την ενεργειακή διάσταση του ανταγωνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο οι συγγραφείς εκτιμούν ότι επί της ουσίας είναι πιο σημαντική για τις χώρες της περιοχής απ’ ό,τι «για τους επιδιωκόμενους εισαγωγείς της ενέργειας». Οπως αναφέρουν, μεταξύ άλλων, «οι ενεργειακές φιλοδοξίες των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου αντιμετωπίζουν αρκετές σημαντικές προκλήσεις. Οι βραχυπρόθεσμες συνθήκες (κυρίως οι ευρωπαϊκές ανησυχίες για ενεργειακή ασφάλεια αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία) έχουν δώσει στο φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου μια ώθηση που είναι απίθανο να διατηρηθεί. Οι πλέον αισιόδοξες προβλέψεις για το μέγεθος των περιφερειακών αποθεμάτων φυσικού αερίου τα περιγράφουν, στο καλύτερο, ως μια μικρή πηγή διαφοροποίησης για τις ευρωπαϊκές αγορές. Πράγματι, η συνδυασμένη ποσότητα αποδεδειγμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο αντιπροσωπεύει ένα κλάσμα από εκείνο των μεγάλων παραγωγών όπως το Κατάρ και η Ρωσία, ή ακόμη μικρότερων παικτών όπως το Αζερμπαϊτζάν». Κατά τους συγγραφείς, αυτό το σχετικά μικρό απόθεμα δεν μπορεί να υποστηρίξει τις φιλοδοξίες των τριών κύριων χωρών (Αίγυπτος, Ισραήλ και Τουρκία) να γίνουν ενεργειακοί κόμβοι.

Οι δύο βασικές προκλήσεις για το μέλλον
Ως δύο βασικά στοιχεία κινδύνου για το μέλλον οι συγγραφείς επιλέγουν τη μετανάστευση και την τρομοκρατία, ιδιαίτερα από την οπτική γωνία των Ευρωπαίων. Η μετανάστευση και η τρομοκρατία (τοπική ή εισαγόμενη) γίνονται αντιληπτές ως παράγοντες αποσταθεροποίησης. Κατά τους συγγραφείς, από τον Οκτώβριο του 2023 και την έναρξη του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς αυξήθηκε σημαντικά το πολιτικό ρίσκο για όλη την περιοχή. Ευρύτερα, ως παράγοντας κινδύνου περιγράφεται και ο ανταγωνισμός των χωρών της περιοχής για τα νέα «διηπειρωτικά πρότζεκτ συνδεσιμότητας», δηλαδή τις ευκαιρίες για μεταφορά ηλεκτρισμού που θα συνδέουν τα δίκτυα Αφρικής, Ασίας και Ευρώπης. Ωστόσο επισημαίνουν ότι «η πολιτική αστάθεια, σε συνδυασμό με τους περιορισμένους πόρους και τις συνδέσεις υποδομών και, γενικά, την κακή διακυβέρνηση, έχουν κάνει τους επενδυτές καχύποπτους και διστακτικούς». Ακόμα και οι καλύτερα τοποθετημένες χώρες, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, είναι εκτεθειμένες σε κινδύνους, όπως φάνηκε πρόσφατα.

kathimerini.gr-Βασίλης Νέδος