Οι “γκρίνιες” Δένδια και ένα βασικό συμπέρασμα



Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Η χθεσινή συνέντευξη του ΥΕΘΑ Νίκου Δένδια στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Βασίλης Νέδος) μετέδωσε ένα μήνυμα, έναν προβληματισμό και οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα συμπέρασμα.


Απηύθυνε σαφές μήνυμα “δυσαρέσκειας” προς τις ΗΠΑ, για το περιεχόμενο του “πακέτου Μπλίνκεν”. Κάτι το απολύτως θεμιτό, πολιτικώς. Είναι προφανές όμως, ότι όταν ζητείς από έναν καλό σύμμαχο συνδρομή στην παραχώρηση μεταχειρισμένου – αποσυρμένου υλικού, είναι φυσιολογικό η αποκατάστασή του να ακυρώνει ευθέως την έννοια της “δωρεάς”. Ας συγκρίνει εδώ ο ΥΕΘΑ την δική μας στάση σε αιτήματα παραχωρήσεως μεταχειρισμένου υλικού από τις ΗΠΑ, με την στάση της Τουρκίας. Η οποία, εδώ και χρόνια έχει διαγράψει αυτή την περίπτωση αλλά επειδή επεδίωξε κι έγινε παραγωγής, διαπραγματεύεται σκληρά με την Ουάσιγκτον για να εξασφαλίσει πολιτική άδεια εξαγωγής τεχνολογίας αμερικανικών εταιρειών, διά της συνάψεως συνεργασιών με τουρκικές εταιρείες (βλέπε προγράμματα αναπτύξεως βλημάτων αέρος – αέρος, συστήματος ραντάρ μαχητικού τεχνολογίας AESA κ.λπ.).

Ο ΥΕΘΑ εξέφρασε τον προβληματισμό του για τα περιθώρια χρηματοδοτήσεως του αμυντικού προϋπολογισμού του έθνους. Και τον συσχέτισε ευθέως με την στάση της ΕΕ ως προς το “αίτημα” ειδικού δημοσιονομικού χειρισμού των αμυντικών δαπανών. Πρόκειται για απολύτως κατανοητό και ορθολογικό προβληματισμό και πολύ σωστά τον αναδεικνύει ο ΥΕΘΑ, στον δημόσιο διάλογο.

Το συμπέρασμα είναι ότι όπως έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει προοπτική ισόρροπης αναπτύξεως – εκσυγχρονισμού και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, σε επίπεδο εξοπλισμών και αποκτήσεως νέων δυνατοτήτων. Ο ΥΕΘΑ επισημαίνει ότι κύριος πυλώνας της αμυντικής πολιτικής είναι «η διασφάλιση της αποτροπής στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου», διευκρινίζει δε ότι αυτό, «δεν αντιμετωπίζεται μόνο με πολεμικά πλοία ή μαχητικά αεροσκάφη. Πρέπει να αντιμετωπιστεί και με πυραυλικά συστήματα». Οι συγκεκριμένες διατυπώσεις, με βάση και τις πληροφορίες που υπάρχουν για τις κύριες εξοπλιστικές προτεραιότητες των τριών Κλάδων, δείχνουν ότι ο Ελληνικός Στρατός θα μείνει πολύ πίσω συγκριτικώς με τους δύο άλλους Κλάδους. Είναι σαφής η επικράτηση της αεροναυτικής αντιλήψεως περί αμύνης του Αρχιπελάγους σε επίπεδο εξοπλισμών και ότι η ελληνική χερσαία ισχύς θα συνεχίσει να φθίνει στα βασικά Όπλα ελιγμού επειδή τα διαθέσιμα κονδύλια θα απορροφηθούν σε πυραυλικά συστήματα και αεροπορικό υλικό, όπου επικρατεί χάος.

Εφόσον ένας εκ των τριών Κλάδων παραμείνει υπανάπτυκτος, αυτομάτως ακυρώνεται η κυβερνητική εξαγγελία ότι με την “Ατζέντα 2030” η χώρα θα έχει τις «ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις στην ιστορία της». Το πως επιτυγχάνεται αυτό στηριζόμενοι σε μερικές μείζονες προμήθειες όπως των 4 φρεγατών FDI HN, δύο Μοιρών Rafale και F-35, ένα ικανοποιητικό πλέγμα αντιαεροπορικής αμύνης και δύο Μοιρών ΠΕΠ, όταν ο Ελληνικός Στρατός συρρικνώνεται σε όλο το υπόλοιπο υλικό του, δεν χωράει συζήτηση. Ιδίως δε, όταν η αύξηση των αμυντικών δαπανών δεν συνοδεύεται και από σοβαρή αύξηση των λειτουργικών προϋπολογισμών των τριών Κλάδων, ώστε να μην “φυτοζωούν”.

Ελέγχοντας την ΕΕ για την μέχρι σήμερα “μεταχείριση” των αμυντικών δαπανών, επί της ουσίας, ο ΥΕΘΑ υποστηρίζει ότι η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να δαπανήσει περισσότερα για την Εθνική Άμυνα αλλά δεν της το επιτρέπει η ΕΕ. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις χρειάζονται περισσότερα, από τον σημερινό σχεδιασμό εξοπλισμών της “Ατζέντας 2030”, ώστε να υπερβούν την οπισθοδρόμηση λόγω πολυετούς αδρανείας και εκσυγχρονιστούν επαρκώς, βάσει της υφισταμένης απειλής.