Η Ελλάδα ενδιαφέρεται για τα Rafale F4 γιατί προσφέρουν σημαντικές τεχνολογικές και επιχειρησιακές βελτιώσεις σε σχέση με την υπάρχουσα έκδοση F3R που διαθέτει, ενισχύοντας την αποτρεπτική της ικανότητα έναντι της Τουρκίας και καλύπτοντας μακροπρόθεσμες αμυντικές ανάγκες.
Τα Rafale F4 εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια επιχειρησιακή αξία του στόλου, καθώς η Γαλλία σκοπεύει να τα διατηρήσει σε υπηρεσία μέχρι το 2060-70, με δυνατότητα μελλοντικής αναβάθμισης σε F5. Αυτό επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρήσει έναν σύγχρονο στόλο που μπορεί να συνεργάζεται με αεροσκάφη επόμενης γενιάς, όπως το FCAS.
Η απόκτηση των F4 ενισχύει τη θέση της Ελλάδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα έναντι της Τουρκίας, που δεν διαθέτει ακόμα όπλα όπως ο πύραυλος Meteor, τον οποίο μπορούν να φέρουν τα Rafale.
Η Ελλάδα στοχεύει να αντικαταστήσει τα Mirage 2000-5 με επιπλέον Rafale F4, διατηρώντας έναν ομοιογενή στόλο 200 αεροσκαφών 4.5ης και 5ης γενιάς έως το 2030, που περιλαμβάνει και τα F-16 Viper και F-35.
Το ραντάρ RBE2 AESA αναβαθμίζεται με στοιχεία GaN (Gallium Nitride), προσφέροντας ταχύτερη και ακριβέστερη ανίχνευση, συμπεριλαμβανομένων stealth στόχων σε μεγάλες αποστάσεις, με νέες λειτουργίες όπως SAR (Synthetic Aperture Radar) και GMTI/T (Ground Moving Target Indication & Targeting).
Το σύστημα αυτοπροστασίας SPECTRA, των Rafale F4 ενισχύεται με νέους παρεμβολείς, επιτρέποντας ακριβέστερες παρεμβολές και γεωγραφικό εντοπισμό απειλών, αυξάνοντας την επιβιωσιμότητα.
Tα Rafale F4 ενσωματώνουν τον πύραυλο MICA NG (νέας γενιάς) και το όπλο αέρος-εδάφους AASM 1.000 kg, καθώς και τον FCASW (Future Cruise and Anti-ship Weapon), μια stealth έκδοση του SCALP/Storm Shadow, ενισχύοντας την ικανότητα κρούσης κατά χερσαίων και ναυτικών στόχων.
Ενσωματώνουν σύστημα απεικόνισης και στοχοποίησης επί κάσκας (HMD), βελτιώνοντας την τακτική επίγνωση.
Τα F4 προσφέρουν μεγαλύτερη δύναμη κρούσης και αποτελεσματικότητα σε αποστολές πολλαπλών ρόλων, όπως αεροπορική υπεροχή, κρούση και αναγνώριση, με δυνατότητα ταυτόχρονης εκτέλεσης λειτουργιών.
Προσφέρουν στην Ελλάδα τεχνολογική υπεροχή, μακροχρόνια επιχειρησιακή αξία και στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας, ενώ καλύπτουν τις ανάγκες εκσυγχρονισμού της Πολεμικής Αεροπορίας με προηγμένα συστήματα, όπλα και βελτιωμένη επιβιωσιμότητα, εξασφαλίζοντας παράλληλα μελλοντική αναβαθμισιμότητα.