Για πρώτη φορά στα χρονικά του διεθνούς συστήματος ασφαλείας, ένα μέλος του ΝΑΤΟ απειλεί με στρατιωτική επέμβαση ένα άλλο μέλος της ίδιας Συμμαχίας, επειδή αυτό επιθυμεί να ασκήσει τα νόμιμα κυριαρχικά του δικαιώματα.
Ένα από τα πλέον εκρηκτικά ζητήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επανήλθε στο προσκήνιο των στρατηγικών αναλύσεων του κανονισμού SAFE, με αιχμή το casus belli, την απειλή πολέμου που διατηρεί επισήμως η Τουρκία εναντίον της Ελλάδας από το 1995, σε περίπτωση που η χώρα μας επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπεται ρητά από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982).
Μια απειλή πολέμου εντός του ΝΑΤΟ
Η διατήρηση ενός τέτοιου δόγματος από πλευράς Άγκυρας συνιστά παγκόσμια πρωτοτυπία. Για πρώτη φορά στα χρονικά του διεθνούς συστήματος ασφαλείας, ένα μέλος του ΝΑΤΟ απειλεί με στρατιωτική επέμβαση ένα άλλο μέλος της ίδιας Συμμαχίας, επειδή αυτό επιθυμεί να ασκήσει τα νόμιμα κυριαρχικά του δικαιώματα.
Η Τουρκία, επικαλούμενη «εθνικά ζωτικά συμφέροντα», υποστηρίζει πως η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο θα την “εγκλωβίσει”, υπονομεύοντας την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και στρατηγική της επιρροή. Πρόκειται για επιχειρήματα που δεν αντέχουν στη νομική ή γεωστρατηγική εξέταση, καθώς η Τουρκία έχει ήδη επεκτείνει τα δικά της χωρικά ύδατα στα 12 ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, αποδεχόμενη την ίδια συνθήκη που απορρίπτει στο Αιγαίο.
Η θέση της Ελλάδας και η ευρωπαϊκή διάσταση
Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει ξεκάθαρη θέση: Το casus belli είναι απαράδεκτο και αντίκειται τόσο στο Διεθνές Δίκαιο όσο και στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Μια ενδεχόμενη επέκταση στα 12 ν.μ. αποτελεί νόμιμη, κυριαρχική επιλογή, όχι πρόκληση. Το να παραμένει αυτή η απειλή ενεργή, δημιουργεί συνθήκες μόνιμης έντασης και αποσταθεροποιεί την Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ζητήσει επανειλημμένα από την Τουρκία να άρει το casus belli, ενώ και οι ΗΠΑ έχουν δηλώσει ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. αποτελεί δικαίωμα κάθε παράκτιου κράτους σύμφωνα με το διεθνές νομικό πλαίσιο.
SAFE Forum: Η πολιτικο-στρατηγική διάσταση του casus belli
Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων συνεδριάσεων του Strategic Analysis and Forecasting for Europe (SAFE), επισημάνθηκε από πολλούς συμμετέχοντες, τόσο στρατιωτικούς όσο και διπλωματικούς αναλυτές, ότι το casus belli δεν είναι απλώς μια ρητορική απειλή, αλλά αποτελεί κεντρικό εργαλείο στρατηγικής αποτροπής της Τουρκίας, ενταγμένο στο πλαίσιο του αναθεωρητισμού της.
Η Άγκυρα, μέσω του δόγματος αυτού, προσπαθεί να επιβάλει ένα πλαίσιο «συνεκμετάλλευσης» και αναθεώρησης των διεθνώς κατοχυρωμένων συνόρων και δικαιωμάτων, μετατρέποντας μια κυρίαρχη πράξη της Ελλάδας σε «αιτία πολέμου». Η ρητορική αυτή συνδέεται άμεσα με τη γενικότερη στρατηγική της “γαλάζιας πατρίδας” και των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η απάντηση: Διεθνής πίεση και στρατηγική ψυχραιμία
Στο πλαίσιο του SAFE, τονίστηκε ότι η απάντηση της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Απαιτείται ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος, προσεκτικός διπλωματικός σχεδιασμός, αλλά και διεθνοποίηση του ζητήματος. Το casus belli δεν είναι μόνο ελληνοτουρκική διαφορά· είναι πρόβλημα του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε. και του διεθνούς δικαίου.
Εξωτερική πολιτική σε κρίση: Η Ελλάδα “πυροβολεί τα πόδια της” έναντι της Τουρκίας
Η παγίδα της “φιλίας” και το ευρωπαϊκό άλλοθι για την Άγκυρα
Η πρόσφατη πολιτική προσέγγιση Ελλάδας–Τουρκίας, όπως αυτή επισφραγίστηκε με τις δημόσιες δηλώσεις για «ελληνοτουρκική φιλία», φαίνεται να έχει γυρίσει μπούμερανγκ για την Αθήνα. Σε διπλωματικό επίπεδο, η Ελλάδα στην προσπάθειά της να κατευνάσει τις εντάσεις και να ενισχύσει το προφίλ της ως δύναμη σταθερότητας, φαίνεται να έχει υποτιμήσει τις συνέπειες της εικόνας που εκπέμπει προς την Ευρώπη.
Η εντύπωση που δημιουργείται στο εξωτερικό, και ιδίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι πως δεν υπάρχει πλέον ουσιαστικό πρόβλημα μεταξύ των δύο χωρών. Αυτή η ψευδής εικόνα «ομαλότητας» έχει ως αποτέλεσμα αρκετοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι να επανέρχονται με μεγαλύτερη ζέση στην ιδέα ένταξης της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, μια εξέλιξη που προκαλεί προβληματισμό, αν όχι ανησυχία.
Ξεχνώντας το casus belli και την Κύπρο
Η ουσία, ωστόσο, δεν αλλάζει: η Τουρκία εξακολουθεί να διατηρεί ενεργό το casus belli κατά της Ελλάδας για τρεις δεκαετίες και συνεχίζει να κατέχει στρατιωτικά το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας εδώ και 51 χρόνια. Αυτές οι πραγματικότητες φαίνεται να παραγνωρίζονται από την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία, που επιλέγει την προσέγγιση της Άγκυρας στο όνομα της γεωστρατηγικής ισορροπίας, παραμερίζοντας τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Η κριτική για την ελληνική στρατηγική
Πολλοί αναλυτές μιλούν πλέον ανοιχτά για σοβαρά στρατηγικά λάθη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια, τα οποία έχουν αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική ισχύ της Αθήνας και έχουν επιτρέψει στην Άγκυρα να επανεμφανίζεται ως “συνεργάτης ασφαλείας” της Δύσης, χωρίς να έχει κάνει ουσιαστικές παραχωρήσεις.
Η τοποθέτηση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Δένδια, περί του SAFE και της πιθανής ενσωμάτωσης της Τουρκίας στον πυρήνα της ευρωπαϊκής άμυνας, είχε σαφώς πιο επιθετικό και αιχμηρό ύφος, υπενθυμίζοντας εμμέσως τις χρόνιες προκλήσεις της Τουρκίας. Ωστόσο, η στάση αυτή δεν αρκεί να αναστρέψει την ήδη παγιωμένη εντύπωση, ιδιαίτερα όταν η ευρύτερη κυβερνητική γραμμή κινείται προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης και της σιωπηρής αποδοχής της “νέας πραγματικότητας”.
Το εσωκομματικό στοιχείο
Δεν περνά απαρατήρητο και το πολιτικό υπόβαθρο της παρέμβασης Δένδια. Πέρα από τον θεσμικό του ρόλο, η στάση του αποτυπώνει και μια διαφορετική φωνή στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, που φλερτάρει, όπως λένε πολιτικοί αναλυτές, με μια πιο ανεξάρτητη και εθνικά αιχμηρή τοποθέτηση απέναντι στα κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Το αν αυτή η στάση θα εξελιχθεί σε εσωκομματική διαφοροποίηση ή θα αποτελέσει εργαλείο πίεσης προς την κυβέρνηση, μένει να φανεί.
Συμπερασματικά
Η ελληνική διπλωματία φαίνεται να έχει υποπέσει σε ένα στρατηγικό λάθος: επένδυσε υπερβολικά στην εικόνα της “καλής γειτονίας”, χωρίς τις απαραίτητες εγγυήσεις και χωρίς να επιβάλει την αναγνώριση των θεμελιωδών ζητημάτων ασφάλειας. Η «καλή εικόνα» που παρουσιάζεται προς τα έξω έχει οδηγήσει σε αποπροσανατολισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι της Τουρκίας.
Το τίμημα αυτής της πολιτικής, κατά πολλούς “αυτογκόλ”, ενδέχεται να το πληρώσει η Ελλάδα σε κρίσιμα πεδία, με πρώτο και κυριότερο το ευρωπαϊκό σύστημα άμυνας, στο οποίο η Τουρκία επιδιώκει να εισχωρήσει χωρίς να αλλάξει στάση ούτε στο Αιγαίο ούτε στην Κύπρο.