Αεροπορία Στρατού και μαχητικά αεροσκάφη: Σκέψεις και ιδέες από το παράδειγμα του Αμερικανικού Στρατού



Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην αμερικανική αμυντική ιστοσελίδα «Defense One», στις 18 Ιουνίου, με τον τίτλο: «Make US Army Aviation More Lethal: A few tweaks-and one big move-could dramatically increase the combat power available to commanders» και συντάκτη τον R. D. Hooker, Jr, πρώην Διευθυντής για την Ευρώπη και τη Ρωσία του αμερικανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Το άρθρο πραγματεύεται με την Αεροπορία Στρατού και τις επιχειρήσεις εγγύς υποστήριξης, ενώ προτείνει και τρόπους ενίσχυσης της ισχύος της Αεροπορίας του Αμερικανικού Στρατού. Η μετάφραση έγινε από τη συντακτική ομάδα του «DefenceReview» (διαβάστε το πρωτότυπο κείμενο, στην αγγλική γλώσσα, ΕΔΩ)

«Για ταχύτητα, φονικότητα και αποφασιστική εμπλοκή στις χερσαίες επιχειρήσεις, η Αεροπορία Στρατού είναι το “πετράδι του στέμματος” του Στρατού. Ωστόσο, ορισμένες αλλαγές θα μπορούσαν να αυξήσουν σημαντικά τη φονικότητα και την επιβιωσιμότητα της, χωρίς να δαπανηθούν μεγάλα ποσά.

Πρώτα, μερικές αρχικές διαπιστώσεις. Τα κύρια μέσα της Αεροπορίας Στρατού, το επιθετικό ελικόπτερο AH-64E, το ελικόπτερο τακτικών μεταφορών UH-60M και το βαρύ μεταφορικό ελικόπτερο CH-47F, είναι μέσα εγνωσμένης αξίας, αξιόπιστα και αποτελεσματικά, ικανά να επιχειρούν ημέρα και νύχτα και υπό όλες τις καιρικές συνθήκες. Κάθε Μεραρχία του Στρατού ενσωματώνει μια Ταξιαρχία Αεροπορίας Στρατού με 48 AH-64, 30 UH-60 και 12 CH-47. Επίσης, κάθε Ταξιαρχία Αεροπορίας Στρατού διαθέτει 8 UH-60, σε ρόλο διοίκησης και ελέγχου, 12 HH-60, σε ρόδο διακομιδής τραυματικών (MEDEVAC) και 24 UAV (12 RQ-7 και 12 MQ-1C).

Δεδομένης της μείωσης της επιχειρησιακής αξίας του Πυροβολικού Μάχης, τα επιθετικά ελικόπτερα είναι τα πιο ισχυρά μέσα προσβολής, διαθέσιμα στον Διοικητή της Μεραρχίας. Κάθε AH-64E μπορεί να μεταφέρει έως 16 AGM-114 Hellfire και ένα πυροβόλο των 30 χιλιοστών. Τα 48 AH-64E της Μεραρχίας μπορούν να εκτοξεύσουν 768 κατευθυνόμενα αντιαρματικά βλήματα κατά στόχων σε αποστάσεις έως 8 χιλιόμετρα. Επιχειρώντας από μεγάλες αποστάσεις μπορούν να επιβιώσουν και με ταχύτητα 150 κόμβους μπορούν ταχύτατα να βρεθούν σε ένα σημείο του μετώπου για να προσβάλουν συγκεντρωμένες τεθωρακισμένες δυνάμεων του εχθρού. Το AH-64E μπορούν επίσης να ελέγξουν ένα MQ-1C, που και αυτό ενσωματώνει όπλα.

Από την άλλη, τα UH-60 ενσωματώνουν δύο πολυβόλα των 7,62 χιλιοστών στις θύρες. Αυτό τα καθιστά υποεξοπλισμένα, συγκριτικά με αντίστοιχα ελικόπτερα εχθρικών δυνάμεων, δεδομένου ότι τα ελικόπτερα μπορούν να μεταφέρουν αντιαρματικά βλήματα και ρουκέτες. Ένα UH-60 μπορεί να μεταφέρει έως 16 AGM-114 Hellfire (εξωτερικά) και άλλους 16 πυραύλους εσωτερικά. Επίσης μπορεί να εξοπλιστεί με πυροβόλο GAU-19 των 12,7 χιλιοστών ή M-134 των 7,62 χιλιοστών. Επιπλέον, το ελικόπτερο μπορεί να εξοπλιστεί με ρουκέτες των 70 χιλιοστών ή αντιαεροπορικά βλήματα Stinger (το MH-60L DAP του 160ου Συντάγματος Αεροπορίας Στρατού Ειδικών Επιχειρήσεων μπορεί να μεταφέρει Hellfire, όπως και τα MH-60R του Ναυτικού). Η γενίκευση της ενσωμάτωσης αυτών των όπλων στα UH-60 θα πολλαπλασίαζε την ισχύ πυρός, διαθέσιμη στο Διοικητή της Μεραρχίας, επιτρέποντας του την εκτόξευση μαζικού πυρός πολύ πιο γρήγορα από τις χερσαίες δυνάμεις. Παράλληλα θα διατηρεί την ικανότητα να μεταφέρει από αέρος στρατεύματα όπου χρειαστεί.

Μιλώντας για τους Stinger, τη δεκαετία του 1980 το Κέντρο Αεροπορίας Στρατού πειραματίστηκε στον τομέα της προσθήκης ικανότητας αέρος-αέρος στα επιθετικά ελικόπτερα, αλλά το πρόγραμμα σταμάτησε μόλις έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος. Σήμερα, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα διαθέτουν προηγμένα επιθετικά ελικόπτερα εξοπλισμένα για μάχη αέρος-αέρος. Επίσης διαθέτουν πυκνά και ικανά δίκτυα αντιαεροπορικής άμυνας μέσου και μεγάλου βεληνεκούς και υψομέτρου, καθώς και σύγχρονες αεροπορικές δυνάμεις. Όλα αυτά καθιστούν την αεροπορική υπεροχή, ιδιαίτερα στην αρχή των χερσαίων επιχειρήσεων, προβληματική υπόθεση. Ο Στρατός, ο οποίος δεν μπορεί να βασίζεται στην Αεροπορία για την ασφάλεια των ελικοπτέρων του, θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα και να εξασφαλίσει στα ελικόπτερα του ικανότητες μάχης αέρος-αέρος.

Μια πιο αμφιλεγόμενη πρόταση, που όμως εξετάζεται σοβαρά, είναι η απόκτηση, από το Στρατό, δικών του αεροσκαφών εξειδικευμένων για αποστολές εγγύς υποστήριξης. Αν και από πολλούς κάτι τέτοιο θεωρείται ριζοσπαστική λύση, ο Στρατός χρειάζεται το δικό της αεροσκάφος, για τον ίδιο λόγο που χρειάζονται αεροσκάφη το Ναυτικό και οι Πεζοναύτες. Ο Στρατός έχει τις δικές του μοναδικές ανάγκες, ζωτικής σημασίας για τις χερσαίες επιχειρήσεις οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνουν την ανάγκη εμπλοκής άλλων Όπλων (διακλαδικότητα). Οι ανάγκες αυτές δεν συμπεριλαμβάνουν εναέρια υπεροχή, αναχαίτιση σε μεγάλες αποστάσεις ή στρατηγικούς βομβαρδισμούς, που είναι κλασσικές αεροπορικές αποστολές-επιχειρήσεις. Ο σύγχρονος διαμοιρασμός των αεροσκαφών είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένα ιστορικό ατύχημα. Πριν η Αεροπορία διαχωριστεί από το Στρατό, το Ναυτικό και τους Πεζοναύτες, όταν δηλαδή τα Όπλα αυτά δημιούργησαν τις δικές τους αεροπορίες για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες και αποστολές. Αυτό ισχύει και σήμερα. Όσο οι αεροπορικές δυνάμεις του Στρατού ήταν υπό τη διοίκηση του Στρατού, οι απαιτήσεις για τακτική αεροπορική ισχύ καλύπτονταν, ακόμα και όταν η ισχύ της αεροπορίας αυξάνονταν και ισχυροποιούνταν.


Αυτό τερματίστηκε το 1947 όταν δημιουργήθηκε η Αμερικανική Αεροπορία. Μια από τις πρώτες της πράξεις ήταν η διάλυση της Τακτικής Αεροπορικής Διοίκησης (TAC : Tactical Air Command). Η ουσία μιας ανεξάρτητης Αεροπορίας είναι η “στρατηγική” εφαρμογή της αεροπορικής ισχύος. Κατά συνέπεια, για την Αεροπορία οι αποστολές εγγύς υποστήριξης είναι “ανούσιες” και “μη-αποφασιστικές” και βρίσκονται στα χαμηλότερα κλιμάκια προτεραιοτήτων της Αεροπορίας για πολλά χρόνια. Στον Πόλεμο της Κορέας, η Αεροπορία Ναυτικού ανταποκρινόταν τέσσερις φορές περισσότερο σε σχέση με την Αεροπορία, σε αποστολές εγγύς υποστήριξης. Σε κάθε μετέπειτα πόλεμο υπήρξε το ίδιο μοτίβο. Όπως σημείωσε ο Carl Builder στο κλασικό του έργο “Masks of War”: “Η απώλεια της ελευθερίας να έχει ανεξάρτητη αεροπορική ισχύ στο πεδίο μάχης ισοδυναμεί με την απώλεια αυτού για το οποίο εκπαιδεύονται οι πιλότοι τόσο σκληρά στην ιστορία του μαχητικού αεροσκάφους. Συνεπώς, η εγγύς υποστήριξη θα είναι πάντα ανεπιθύμητη για την Αεροπορία”. Σήμερα η Αεροπορία διαθέτει μόνο ένα αεροσκάφος, εξειδικευμένο σε αποστολές εγγύς υποστήριξης: Το A-10 Thunderbolt. Όλα τα άλλα εν υπηρεσία αεροσκάφη έχουν σχεδιαστεί για διαφορετικές αποστολές και πτητικά προφίλ. Η Αεροπορία έχει προσπαθήσει πολλές φορές να αποσύρει τα A-10 ή, κατόπιν άρνησης του κογκρέσου, να τα θέσει σε εφεδρεία. Σήμερα σε υπηρεσία υπάρχουν 367 αεροσκάφη A-10.

Μια καλύτερη προσέγγιση είναι η μεταφορά των A-10, ένα αεροσκάφος που η Αεροπορία δεν θέλει, στον Στρατό. Το σημερινό δυναμολόγιο μπορεί να υποστηρίξει την ενσωμάτωση μιας Μοίρας των 24 αεροσκαφών με κάθε Μεραρχία του Στρατού συν άλλα 127 σε ρόλο εκπαίδευσης και άντλησης ανταλλακτικών. Αν και τα επιθετικά ελικόπτερα του Στρατού είναι ζωτικής σημασίας, τα A-10 είναι ανώτερα των AH-64 σε πολλές παραμέτρους: Επιβιώνουν ευκολότερα, έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια, είναι ταχύτερα και μεταφέρουν μεγαλύτερο φόρτο όπλων. Αν τα A-10 περάσουν στο Στρατό, ο Στρατός θα έχει το δικό του μέσο παροχής εγγύς υποστήριξης, ενώ αν χρειαστεί θα μπορεί να καλέσει τις αεροπορίες των άλλων Όπλων για να συνδράμουν μια επιχείρηση ή μια κατάσταση. Η Αεροπορία θα διατηρήσει τον κύριο ρόλο της αναχαίτισης και του βομβαρδισμού.

Μια τέτοια κίνηση θα είχε τη συνέπεια της ανάγκης και για άλλες δράσεις, όπως εκπαίδευση πιλότων, δημιουργία υποδομών υποστήριξης και πρόσληψη-εκπαίδευση τεχνικού προσωπικού, προσαρμογή του προϋπολογισμού του Στρατού κ.ά. Όλα αυτά είναι εφικτά. Πράγματι, ο Στρατός διέθετε λίγα εναέρια μέσα μετά από την ανεξαρτητοποίηση της Αεροπορίας, αλλά συν το χρόνο απέκτησε περισσότερα εναέρια μέσα (κυρίως ελικόπτερα), από άλλα Όπλα. Ο χρόνος είναι κατάλληλος για μια τέτοια κίνηση. Ο Στρατός θα αποκτήσει ευελιξία και ταχεία μαχητική ισχύ που τόσο απεγνωσμένα έχει ανάγκη. Η Αεροπορία θα απαλλαγεί από ένα αεροσκάφος που, το οποίο προσπαθεί να αποσύρει για χρόνια. Η όποια ενδουπηρεσιακή αντιπαλότητα θα παύση και η εθνική ασφάλεια θα ενισχυθεί».